Στο κρεβάτι του Μάρκο Πόλο,
της Χαρούλας Τσάλιου
Φωτογραφία: Χαρούλα Τσάλιου 5.11.2022
Όσο ανεβοκατέβαινα γέφυρες και γεφυράκια κι όσο χωνόμουν από σοκάκι σε σοκάκι, τόσο πιο αγχωμένα και ρυθμικά επαναλάμβανα, σα προσευχή, τα τέσσερα νούμερα που μου είχε στείλει η διεύθυνση του Ca’ Amadi, μέχρι να βρω τη σωστή πόρτα να τα πληκτρολογήσω. Πολύς ο κόσμος που πηγαινοερχόταν σα να ήταν γιορτή κι ας ήταν μόνο μια Παρασκευή του Νοεμβρίου που οι γόνδολες ξεκουράζονταν αραγμένες στα πλευρά των καναλιών, σκεπασμένες με αδιάβροχα πανιά και εξείχαν, με κάποια έπαρση, μόνο οι μύτες τους.
Αντίκρισα, επιτέλους, ένα σκουριασμένο ταμπελάκι με το βέλος να δείχνει το δρόμο προς Ca’ Amadi, το ακολούθησα πιστά και χώθηκα στην αυλή την ώρα που σουρούπωνε, δρασκέλισα δυο δυο τα σκαλιά της εξωτερικής σκάλας και στάθηκα μπροστά στην πολυπόθητη πόρτα. Έβαλα τα γυαλιά μου -δε βοηθούσε ούτε η ώρα ούτε η ηλικία μου- και πάτησα στο καντράν ένα ένα τα νούμερα με το δείκτη και το μικρό δακτυλάκι σηκωμένο: 1-2-5-4. Είδα με ανακούφιση την πόρτα να υποχωρεί. Έσπρωξα όλο ενθουσιασμό και μπήκα!
Ήμουν μόνη σε μια μισοφωτισμένη από δυο λαμπατέρ, μακρόστενη αίθουσα. Μπορούσα εύκολα να διακρίνω τα έπιπλα, δυο τρεις πόρτες και τα ψηλοτάβανα παράθυρα. Οι οδηγίες ήταν σαφείς: «Πάνω στον πάγκο της υποδοχής, θα υπάρχει ένας φάκελος με το ονοματεπώνυμό σας και τον αριθμό του δωματίου σας. Μέσα, θα βρείτε την κάρτα εισόδου και τις υπόλοιπες πληροφορίες».
Εντόπισα με το βλέμμα μου τον λευκό φάκελο, παράτησα το σακίδιό μου κι απενεργοποίησα το χάρτη του κινητού μου, που μάταια το χρησιμοποίησα αναζητώντας το μικρό αυτό αρχοντικό. Το gps μπερδεύεται στα στενά της Βενετίας και η τεχνολογία αδυνατεί να εντοπίσει τα μικρά παλάτια της μέσα στα δαιδαλώδη τσιμεντένια και υδάτινα σοκάκια της. Περισσότερο δούλεψε το ταξιδιωτικό μου ένστικτό παρά η τεχνολογία κι έφτασα ως την περιοχή του Cannaregio, στο σπίτι αυτό, που ήταν κάποτε κομμάτι του αρχοντικού του Μάρκο Πόλο.
«La Sala»
Στη μακρόστενη σάλα του Ca’ Amadi δεν αισθάνθηκα ούτε στιγμή μοναξιά. Το μυαλό μου είχε στήσει ολόκληρη παρέα από εμπόρους, γελωτοποιούς, δόγηδες και εξερευνητές. ‘Eνα ρολόι εκκλησίας χτύπησε εφτά φορές. Και να! Πίσω στον τοίχο της ρεσεψιόν, ήταν κρεμασμένος ο χάρτης του Μάουρο, ο πρώτος χάρτης του κόσμου, εμπνευσμένος από τα ταξίδια του Μάρκο Πόλο, όπως ακριβώς τα είχε αφηγηθεί ο ίδιος στη φυλακή στον Ρουστιτσέλο.
Τα πέντε τραπέζια του πρωινού ήταν ήδη στρωμένα, με διπλά, βαμβακερά τραπεζομάντηλα σε ιβουάρ αποχρώσεις. Σε κάθε τραπέζι υπήρχαν δυο πορσελάνινες κούπες του καφέ με ασορτί πιατάκια. Τα μαχαιροπίρουνα σωστά τοποθετημένα δεξιά κι αριστερά πάνω σε πετσέτα ολόλευκη με κεντημένο το Ca ‘ Amadi. Θα σηκωνόμουν πολύ πρωί, θα έπιανα το μπροστινό τραπέζι, εκείνο που βλέπει στο κανάλι. Μύριζα από τώρα τα φρεσκοψημένα κρουασάν βουτύρου και τον φιλτραρισμένο καφέ. Ονειρεύτηκα το τηγανισμένο μπέικον, τα διαλεχτά τυριά, τις μαρμελάδες από άγρια φρούτα να τ’ αγγίζει το ζεστό φως από τις κρυστάλλινες απλίκες κατά μήκος της τραπεζαρίας και να τα μετατρέπει σε πίνακα ζωγραφικής με νεκρή φύση. Ήταν από καθαρή ταξιδιωτική τύχη που βρισκόμουν σ’ ένα τέτοιο σπίτι, κάποια φίλη φίλης μου δε μπόρεσε να έρθει και μου πρόσφερε το δωμάτιο κοψοχρονιά!
Στο reception υπήρχε ένα βιβλίο εντυπώσεων επισκεπτών και μια όμορφη γυάλα μουράνο με ζαχαρωτά και καραμέλες. Άνοιξα προσεκτικά το καπάκι της γυάλας και πήρα στα γρήγορα, σα μικρό παιδάκι που τρέχουν τα σάλια του, ένα ροζ ζαχαρωτό. Έπειτα, πήρα κι ένα κίτρινο και λιγώθηκα τόσο που πίστεψα πως ζούσα ένα παραμύθι και πως δε θα ήταν καθόλου παράλογο να ξεμυτίσει, εκτός από όλους τους άλλους, και το πριγκιπόπουλο. Μα να! Σα να’ χω εδώ μπροστά μου τον ίδιο τον Μάρκο Πόλο που απλώνει πάνω στο τραπέζι τους χάρτες που είχε σχεδιάσει, οργώνοντας την Ανατολή. Εδώ μέσα κάπου, θα πρέπει να φύλαγε και τα μπαούλα με τα δώρα που έφερε απ’ τα ταξίδια που έκανε από δεκαεφτά χρονών παλικαράκι, ορφανός από μάνα, μαζί με τον πατέρα και τον θείο του. Όταν επέστεψε, τον μάντρωσαν στη φυλακή οι Γενοβέζοι κι όταν αφέθηκε ελεύθερος στα 46 του, παντρεύτηκε μια κοπέλα νεότερή του και πιο ευκατάστατη: την Ντονάτα Μπαντοέρ. Να, κάπου εδώ μέσα θα δειπνούσαν, μια τέτοια ώρα, ώρα εφτά, μιλώντας για τις εκδηλώσεις εμπόρων και επιφανών Βενετών που όφειλαν κι οι ίδιοι να παρευρεθούν. Εδώ μέσα θα έσβηνε το κερί εκείνος, τελευταίος, αφού πρώτα θα κάπνιζε το χειροποίητο πούρο του, σκυμμένος στο περβάζι του παραθύρου, ρεμβάζοντας τις γόνδολες στο κανάλι και βλέποντας τους επιβάτες να τον καληνυχτίζουν υψώνοντας τα καπέλα τους.
Εδώ μέσα είχε ζήσει στη συνέχεια και ο Δούκας Φραντζέσκο Αμάντι και καθώς λένε γέμιζε τούτη η σάλα από κόσμο και διάχυτες μυρωδιές από αλκοόλ και γυναικεία αρώματα που μεθούσαν τους καλεσμένους του, τους έξοχα ντυμένους με βελούδα και ολόχρυσες κεντητές φορεσιές καλεσμένους του, με τις χειροποίητες μάσκες στο Μεγάλο Καρναβάλι, όλες ειδική παραγγελία από τους διάσημους τεχνίτες της Βενετίας. Εδώ μέσα θα χόρευαν και θα ερωτοτροπούσαν ως το ξημέρωμα, ξεμοναχιάζοντας ακόμα και την ίδια την οικοδέσποινα.
«Η κάμαρη 101»
Ο Μάρκο Πόλο, αφού έσβησε το κερί στην σάλα, άνοιξε τη πόρτα του δωματίου 101 και μπήκε. Καθώς έβγαζε το λευκό του πουκάμισο, μπέρδεψε λίγο τα βήματά του. Είχε πιει αρκετά απόψε. Έβγαλε άτακτα τα παπούτσια του κι άνοιξε το παράθυρο. Ανάπνευσε τόσο βαθιά που το στήθος του ανέβηκε σα να ήθελε να φτάσει το ζωγραφισμένο πλέγμα στο ταβάνι του δωματίου. Στα πενήντα του, ο Μάρκο ήταν ένας άντρας μαθημένος στο μετάξι που σκόρπιζε δύναμη και γνώση. Έπεσε φαρδύς πλατύς ανάσκελα στο διπλό κρεβάτι με το χρυσοσκαλισμένο κεφαλάρι και με τα μάτια ορθάνοιχτα, άναβε το ένα πούρο μετά τ΄ άλλο λες και τον κυνηγούσαν οι δρόμοι που περπάτησε και τον μπέρδευαν οι άπειρες συντεταγμένες που σχεδίασε στην πορεία του προς τη δόξα. Προτιμούσε τούτο το δωμάτιο όταν ήταν πιωμένος και θυμωμένος αλλά η γυναίκα του, που τον περίμενε στη πάνω κάμαρη, ήξερε το γιατί. Έξω από τη πόρτα αυτού του δωματίου, ο Μάρκο είχε περιμένει με αγωνία για ν’ ακούσει τα χαρμόσυνα νέα. Μα τα χαρμόσυνα δεν ήρθαν ποτέ. Η Ντονάτα, γέννησε εκεί μέσα τρεις φορές και του χάρισε τρεις κόρες μα κανέναν γιο. Επίσης, η Ντονάτα γνώριζε πως σ’ αυτή την ονειροκάμαρα ο άντρας της ανεβοκατέβαινε τα βουνά, σεργιάνιζε στις θάλασσες, αγκάλιαζε ξανά τις γυναίκες που είχε πλαγιάσει στα ταξίδια του και έκλαιγε κρυφά για τους χαμένους συμπολεμιστές του. ‘Έπειτα, έκλεινε απότομα τα μάτια του αποκαμωμένος κι άρχιζε να ροχαλίζει. Η Ντονάτα δεν ήταν Πηνελόπη. Εκείνος όμως ήταν Οδυσσέας.
Έβαλα την ηλεκτρονική κάρτα και μπήκα στο δωμάτιο 101. Ένα λαμπατέρ άναψε αυτόματα και το φώτισε. Σάστισα όταν αντίκρισα το υπέροχο διπλό κρεβάτι εποχής με το χρυσοσκαλισμένο κεφαλάρι. Το στρώμα παχύ, τα μαξιλάρια πουπουλένια. Το ταβάνι είχε λίγη υγρασία κι ένα πλέγμα από κουτιά, περίτεχνα ζωγραφισμένο με λουλούδια και όμορφα σύμβολα. Ανήκαν όλα σε άλλη εποχή! Ωστόσο, την επομένη, παραπονέθηκα στη Διεύθυνση για κάτι απαράδεκτο: το δωμάτιο μύριζε έντονα καπνό πούρου.
“La Serenissima”
Η Βενετία δεν είναι πόλη. Είναι ένα escape room. Είναι οι αμέτρητες κρυψώνες του Casanova. Είναι η άκρη της μπομπίνας που είναι τυλιγμένος ο δρόμος του μεταξιού. Είναι οι απλωμένοι χάρτες του Νέου Κόσμου. Είναι η ριγωτή μπλούζα του γονδολιέρη, το O Sole Mio Tre Tenori. Είναι οι δερματόδετοι τόμοι του Aldus Manutius είναι τα διατάγματα με τα βουλοκέρια, το κατάστημα με τις κέρινες σφραγίδες στη Salizada S. Lio. Είναι η μαύρη πανώλη, οι τσαρλατάνοι της Commedia dell’Arte, είναι η «΄Ανοιξη» στις 4 Εποχές του Βιβάλντι. Είναι η κόμισσα με την περίτεχνη μάσκα, που ένας αδρά πληρωμένος γονδολιέρης τη μεταφέρει κρυφά, μια παγωμένη νύχτα στη φωλιά του εραστή της. Η Βενετία είναι το φυσητό γυαλί στο νησί του Μουράνο, που αιχμαλωτίζεται μέσα του η ανάσα του τεχνίτη. Η Βενετία είναι μπλε. Και χρυσή. Είναι μια ίωση μόνιμη στο αίμα του επισκέπτη. Είναι μια απατηλή ιδέα και η μασκαρεμένη εκδοχή του κόσμου. Το άλυτο αίνιγμα στα ράφια του Libreria Aqua Alta, το περιζήτητο τραπέζι πάνω στο κανάλι στο Restaurante Ai Barbacani,
η υγρασία τη νύχτα πάνω στις βρεγμένες, μεταλλικές καρέκλες στη πλατεία Σαν Μάρκο. Είναι οι σπάνιοι τόμοι της αρχαίας ελληνικής και λατινικής φιλοσοφίας στη Μαρκιανή Βιβλιοθήκη. Είναι η βιτρίνα του Tragicomica με τις χειροποίητες μάσκες που αν περάσεις μπροστά της τα μεσάνυχτα, έχεις την αίσθηση ότι ένας μάστορας δουλεύει ακόμα πίσω στο εργαστήρι.
Οι κάτοικοί της Γαληνοτάτης νιώθουν κι εκείνοι εξαπατημένοι στην πόλη που όσα εκατοστά βυθίζεται στα λασπόνερα, τόσα μέτρα ορθώνεται το ανάστημά της. Η Βενετία η ίδια, καμαρώνει το ανάγλυφο κορμί της, την πληθωρική ομορφιά της, τις καμπυλωτές γέφυρες, τα άφθονα απόκρυφά της σημεία, τις παλίρροιές της και δε πιστεύει ούτε αυτή στα μάτια της!
Στη Βενετία δε χρειάζεται να κάνεις πολλά. Αρκεί να απολαύσεις ένα ποτήρι Spritz μπροστά στο Grand Canal, Νοέμβρη μήνα, με λιακάδα.
Πριν πετάξω το ίδιο βράδυ πίσω στην Αθήνα, έμαθα ότι ο Μάρκο Πόλο γεννήθηκε το 1254, όπως το 1-2-5-4 που ήταν ο κωδικός της πόρτας. Όφειλα να το είχα μαντέψει!
Πριν φύγετε ρίξτε μια ματιά
Η Χαρούλα Τσάλιου ζει για το ταξίδι και κυρίως το να μιλά γι’ αυτό με κάθε μέσο. Εργάστηκε για 25 χρόνια με αντικείμενο την Οργάνωση επιχειρήσεων, ειδικότερα στο χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Είναι λάτρης της δια βίου μάθησης και της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. ‘Έχει έτσι ολοκληρώσει σπουδές με ποικίλα αντικείμενα: Ευρωπαϊκό Πολιτισμό, Τουριστικά, Ψυχολογία, Αθλητικό Μάρκετινγκ, Ιστορία της Τέχνης κ.ά. Το 2000, διακρίθηκε σε διαγωνισμό διηγήματος των Εκδόσεων Καστανιώτη. Σήμερα, παρακολουθεί Μεταπτυχιακό με αντικείμενο τη Δημιουργική γραφή. Αγαπά την Πυγμαχία και εργάζεται σε Boxing Club στην Αθήνα.