Έγκλημα και Λογοτεχνία: Μια βιβλιοπαρουσίαση από εγκληματολογική σκοπιά – Γράφει ο Γιώργος Τσιβελέκος

έγκλημα και λογοτεχνία

Στο παρόν άρθρο επιλέχθηκε να παρουσιαστεί το μυθιστόρημα της συγγραφέως Μαρίας Τσακίρη «Ιφιγένεια: Ο κύκλος της σιωπής», το οποίο θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και ως βιογραφία, αφού πρόκειται για αληθινή ιστορία. Η εν λόγω βιβλιοπαρουσίαση έχει ως στόχο την ενίσχυση της φιλαναγνωσίας, την ανάδειξη του τρόπου με τον οποίο αποτυπώνεται το έγκλημα στη λογοτεχνία γενικότερα και ειδικότερα, καθώς και να σημειώσει, εξ αφορμής, κάποιες παρατηρήσεις για τη σχέση εγκλήματος και λογοτεχνίας.

Ένα έγκλημα άλλοτε οδηγεί στην ενασχόληση με τη λογοτεχνία ως τρόπο έκφρασης, δήλωση διαμαρτυρίας, μορφή απαλλαγής από αυτό, λύτρωσης, απελευθέρωσης και εξαγνισμού, όπως μπορεί να λειτουργήσει η ποίηση για παράδειγμα, και άλλοτε ένα έγκλημα, πραγματικό ή φανταστικό, χρησιμοποιείται στη λογοτεχνία και δη στην αστυνομική – εγκληματολογική ή/και κοινωνική για να ενημερώσει, να διδάξει, να αποκαλύψει κάποιες πτυχές του, να προκαλέσει το ενδιαφέρον και γιατί όχι να λειτουργήσει προληπτικά και αποτρεπτικά, όπως η κάθαρση στις αρχαίες τραγωδίες, εκτός από το να διασκεδάσει και να ψυχαγωγήσει. Ο Karl Marx σχολιάζει: «Ο εγκληματίας… δεν παράγει μόνο συγγράμματα ποινικού δικαίου, ούτε απλώς τους ποινικούς κώδικες και τους νομοθέτες, παράγει και τέχνη, ωραία λογοτεχνία, μυθιστορήματα, ακόμη και τραγωδίες»! Σε κάθε περίπτωση, αποτελεί πηγή έμπνευσης.

Ιδιαίτερη και διαφωτιστική είναι και η παρατήρηση του Oscar Wilde (1854-1900), Ιρλανδού μυθιστοριογράφου, δραματουργού και κριτικού: «Δεν υπάρχει ουσιαστική ασυμφωνία μεταξύ του εγκλήματος και του πολιτισμού». Μάλιστα, ο ίδιος κατά την αυτοεξορία του στο Μπερνεβάλ Λε Γκραν, κοντά στη Ντιέπ της Νορμανδίας, αμέσως μετά από την αποφυλάκισή του από τη φυλακή του Ρέντινγκ, όπου είχε φυλακιστεί για ομοφυλοφιλία σε δύο χρόνια καταναγκαστικά έργα, έγραψε την «Μπαλάντα της φυλακής του Ρέντινγκ» (1898). Πρόκειται για ένα μακροσκελές ποίημα εμπνευσμένο από τις συνθήκες κακουχίας της φυλακής, διάφορα βιώματα, εμπειρίες, παρατηρήσεις, ιδεολογίες και κυρίως την εκτέλεση δια απαγχονισμού του στρατιώτη της Αγγλικής Βασιλικής Ιππικής Φρουράς Charles Thomas Woolridge, ο οποίος είχε καταδικαστεί σε θάνατο για τον φόνο της συζύγου του, αφού της έκοψε με ξυράφι το λαιμό.

Η λογοτεχνία, ούσα απαλλαγμένη από την ανάγκη και την υποχρέωση να υπακούει στους κανόνες της επιστημονικότητας, επενδύει άφοβα στο συναίσθημα. Με αυτόν τον τρόπο, συμβάλλει στη γνώση που προσφέρουν οι επιστήμες, και στη συγκεκριμένη περίπτωση η Εγκληματολογία, από μια άλλη πλευρά, πιο ευαίσθητη και τη λεγόμενη «μη γνώση». Με την καλλιέργεια του συναισθήματος επιτυγχάνεται η ενσυναίσθηση. Ο αναγνώστης, ταυτιζόμενος με τους ήρωες και την άμεση βίωση των γεγονότων που ξεδιπλώνονται μπροστά του, εμβαθύνει περισσότερο στο αχαρτογράφητο πεδίο του ανθρώπινου κόσμου, και έτσι μπορεί να κατανοήσει καλύτερα κάποιες καταστάσεις. Μέσω της λογοτεχνίας, έχει διαπιστωθεί πως μπορούν να μελετηθούν παραδείγματα «παθογενούς» συμπεριφοράς και, χρησιμοποιώντας και πάλι μια φράση του Wilde, «Οι εγκληματικές υποθέσεις είναι τόσο κοντά μας, που ακόμη και ο αστυνομικός μπορεί να τις δει. Είναι τόσο μακριά από εμάς, που μόνο ο ποιητής μπορεί να τις καταλάβει». Δηλαδή, η λογοτεχνία, εν κατακλείδι, φέρνει πιο κοντά τον αναγνώστη στην αθέατη πτυχή του εγκληματικού φαινομένου, με την οποία καταπιάνεται κάθε φορά το εκάστοτε σχετικό έργο.

Φυσικά, η παραπάνω διαπίστωση δε σημαίνει πως το αναγνωστικό κοινό μελετά και γνωρίζει σφαιρικά και σε βάθος το θύμα, τον δράστη αλλά και τις υπόλοιπες παραμέτρους του εγκλήματος (κίνητρα, πράξη, τιμωρία, νομοθεσία κλπ.). Πολύ περισσότερο με έναν αντικειμενικό και αμερόληπτο τρόπο. Αυτό το πετυχαίνει στον μέγιστο βαθμό μόνο η επιστήμη της Εγκληματολογίας με τις θεωρητικές προσεγγίσεις και τις ερευνητικές μεθόδους που διαθέτει στο οπλοστάσιό της.

Η επιλογή να παρουσιαστεί το συγκεκριμένο βιβλίο (Ιφιγένεια), έγινε για τον λόγο ότι καταπιάνεται με το πολύ ευαίσθητο και «φιμωμένο», θα μπορούσε να λεχθεί, θέμα της αιμομιξίας, της ενδοοικογενειακής βίας και της παιδικής σεξουαλικής κακοποίησης, αφού ο σκοτεινός αριθμός του είναι μεγάλος. Ένα είδος κακοποίησης που μεταφράζεται, και πρέπει να μεταφράζεται αυτομάτως, και σε σωματική και ψυχολογική. Επίσης, επιλέχθηκε για το γεγονός πως επιβεβαιώνει πολλές εγκληματολογικές θεωρίες και έρευνες σχετικές με το συγκεκριμένο φαινόμενο, και έτσι μπορούν να προσεγγιστούν εμπειρικά, και για τον πιο σημαντικό λόγο ότι στη μαρτυρία της Ιφιγένειας, ενός υπαρκτού προσώπου, ενσωματώνονται οι φωνές όλων των θυμάτων σεξουαλικής κακοποίησης –και όχι μόνο– και τους δίνεται η δυνατότητα να ακουστούν.

Επιπρόσθετα, για τον λόγο ότι συνιστά μια αυτούσια μεταφορά της πραγματικότητας στη λογοτεχνία και μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο μελέτης περιπτώσεως, κάτι που αναδεικνύει τη διαλεκτική και ανατροφοδοτική σχέση μεταξύ επιστημών και λογοτεχνίας, αφού επιστήμονες έχουν κληθεί και ενδιαφερθεί πολλές φορές να αναλύσουν και να ερμηνεύσουν λογοτεχνικά έργα σχετικά με το έγκλημα. Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα αυτής της τάσης συναντάμε, ήδη, από τις αρχές της θετικιστικής περιόδου της εγκληματολογίας, με τη μελέτη του E. Ferri «Οι εγκληματίες στην τέχνη και τη λογοτεχνία» (1895).

Τι ακριβώς σημαίνει κακοποίηση; Τι συμβαίνει πίσω από τις κλειστές πόρτες; Πώς πλησιάζει, με ποιες υποσχέσεις ή ακόμα και απειλές ξεγελάει και τελικά χειραγωγεί το θύμα του ο δράστης; Ποιο είναι το σημείο όπου κατορθώνει να κάμψει τις αναστολές του και να απλώσει χέρι πάνω του; Τι σημαίνει βιασμός; Τι προηγείται; Τι συμβαίνει κατά τη διάρκεια της κακοποίησης ενός παιδιού και τι την ακολουθεί; Πώς πείθεται να υπογράψει σύμβαση σιωπής; Τι αλλάζει, τελικά, στη ζωή ενός παιδιού, ενός ανθρώπου που βιάζεται; Τα δύσκολα αυτά ερωτήματα καταφέρνουν να λάβουν τις απαντήσεις τους με επιτυχία μέσα από την συγκλονιστική ιστορία της Ιφιγένειας.

Με τριτοπρόσωπη αφήγηση, δημοσιογραφική γραφή εμπλουτισμένη με συναισθηματισμούς, ευαισθησίες και λογοτεχνικές πρακτικές, και ενίοτε με πρωτοπρόσωπη, όπου παραθέτονται λεπτομέρειες των τραγικών γεγονότων όπως ακριβώς βιώθηκαν από την πλευρά του ίδιου του θύματος, ο αναγνώστης εισάγεται σε μια βαριά ατμόσφαιρα, ταυτίζεται και η συναισθηματική φόρτιση που προκαλείται είναι ιδιαίτερα έντονη. Στο παραπάνω συμβάλλει αναμφισβήτητα και η ωμή, σκληρή, ευθεία, ουσιαστική, χωρίς περιτυλίγματα ή αποκρύψεις, γλώσσα που χρησιμοποιείται. Μία εκούσια επιλογή της συγγραφέως, σε μια προσπάθεια να φωτιστεί αυτό το τόσο σκοτεινό και καλά κρυμμένο έγκλημα, να παρουσιαστεί η κατάσταση όπως ακριβώς είναι, να ευαισθητοποιήσει, να ξαφνιάσει, να σοκάρει και να αφυπνίσει.

Η υπόθεση εκτυλίσσεται στη Θεσσαλονίκη τη δεκαετία του ’70. Οι μετανάστες γονείς της Ιφιγένειας αποφάσισαν να ζήσουν εκεί επιστρέφοντας από τη Γερμανία και το Βέλγιο όπου εργάστηκαν για χρόνια. Πρόκειται για μια γυναίκα που από παιδί (7 ετών όταν ήδη εισήλθε στην προ-αιμομικτική κατάσταση και 9 όταν πραγματοποιήθηκε το πέρασμα στην πράξη) βιαζόταν και κακοποιούταν (απειλές, ασέλγειες, ξυλοδαρμοί, βία) από τον πατέρα της και βίωσε όλο τον σωματικό και ψυχικό πόνο και τις συνέπειες που συνεπάγονται (ψυχοσωματικές διαταραχές, σύνδρομα κλπ.), τον φόβο και τον τρόμο, τη θλίψη και τον θυμό, την απώλεια της παιδικότητας, την ντροπή, ύστερα τον στιγματισμό από την κοινωνία που επιφέρει η αποκάλυψη μιας τέτοιας αποτρόπαιης πράξης, η οποία την απέρριψε επανειλημμένως, την ατίμασε και την έσπρωξε στο κοινωνικό περιθώριο και τον δρόμο των εξαρτησιογόνων ουσιών.

Μια γυναίκα που προσπάθησε να ξεχάσει τις αφόρητες εμπειρίες της και να βρει τη λύτρωση στις ψυχοτρόπες ουσίες, ένα αδιέξοδο που φάνταζε η μόνη λύση, αφού όλες οι πόρτες ήταν κλειστές για εκείνη, ακόμη και εκείνη της μητέρας της, η οποία ουδέποτε αναγνώρισε τα σημάδια της κακοποίησης για να τη σώσει, ή, και να τα αναγνώρισε, δεν αντέδρασε ποτέ. Μάλιστα, ακόμη και αργότερα, με την αποκάλυψη του κατ’ εξακολούθηση βιασμού της κόρης της, αντί να προσφερθεί να τη βοηθήσει, να τη συμπονέσει και να τη στηρίξει, της επέρριψε ευθύνες και προσπάθησε να την ενοχοποιήσει. Αναμφίβολα, εκπροσωπεί ένα μεγάλο ποσοστό γυναικών που, ενώ γνωρίζουν τη θυματοποίηση των παιδιών τους, επιλέγουν να σιωπούν. Δύσκολες ήταν οι σχέσεις της Ιφιγένειας και με τη μεγαλύτερη αδερφή της. Όμως, εκείνη, έστω και αργά, της πρόσφερε μια χείρα βοηθείας.

Μια γυναίκα που υπέφερε σχεδόν όσο καμία άλλη ή ελάχιστες, μιας και τα πάντα γύρω της κατέρρεαν κάθε φορά που ένιωθε πως ίσως επιτέλους έβρισκε την ευτυχία της. Απίθανα γεγονότα και απώλειες κάθε είδους. Οικογενειακές, φιλικές, ερωτικές… Μονάχα ελάχιστες στιγμές ευτυχίας της έλαχαν. Κι όμως, το πάλεψε με όλες της τις δυνάμεις και αντοχές. Ένα μάθημα για όλους. Ο αναγνώστης παρακολουθεί συγκινημένος όλη την πορεία της ζωής της Ιφιγένειας με κομμένη την ανάσα και σφιγμένο το στομάχι, όπως έζησε και η ίδια. Τις στιγμές που παραιτούταν από την ίδια της τη ζωή, έδειχνε να τη θυμάται ο Θεός. Δεν την είχε ξεχάσει τελείως. Κάτι ήταν κι αυτό…

Στο τέλος, ο αναγνώστης ίσως αναρωτηθεί πού βρίσκεται ο Θεός όταν συμβαίνουν οι μεγαλύτερες αδικίες. Ίσως σκεφτεί πως, τελικά, βρίσκεται σε εκείνο το λεπτό, ευαίσθητο, κρίσιμο και καθοριστικό σημείο μεταξύ της άκρης του εύθραυστου νήματος της ζωής και της αρχής του θανάτου. Η παρέμβασή του στην περίπτωση της Ιφιγένειας, πάντως, συνέβαινε αποκλειστικά και μόνο σε εκείνο ακριβώς το μεταίχμιο. Ωστόσο, συνέβαινε. Γεγονός που κρατά ζωντανή την ελπίδα καθόλη τη διάρκεια της ανάγνωσης του εν λόγω βιβλίου. Παράλληλα, τον κάνει να συλλογιστεί τι κάνει η κοινωνία για κάποιο θύμα της και τι θα έπρεπε να κάνει αναλαμβάνοντας τις ευθύνες της, ώστε να μην εγκαταλειφθεί στα χέρια του Θεού.

Η αποτελεσματική και προστατευτική παρέμβαση των κοινωνικών υπηρεσιών αποτελεί επιτακτική ανάγκη, ώστε να αποφευχθεί η λεγόμενη «δευτερογενής θυματοποίηση» του θύματος με τις πολλές μη-καταλληλότητες του υφιστάμενου πλαισίου παροχής φροντίδας στα σεξουαλικώς κακοποιημένα παιδία που παρατηρούνται και αναφορικά με τις πρακτικές της αστυνομίας, την ιατροδικαστική εξέταση, την επανάληψη των μαρτυριών του θύματος σε άλλα στάδια της ποινικής δίκης και κατά τη διάρκεια της ακροαματικής διαδικασίας. Επίσης, το χρονικό διάστημα από την καταγγελία έως την εκδίκαση της υπόθεσης θα πρέπει να είναι σύντομο και να μην κυμαίνεται από 1 έως 3 χρόνια, όπως συμβαίνει συνήθως, με πολλές ενδιάμεσες αναβολές εκδίκασης της υπόθεσης, γιατί κάτι τέτοιο μόνο τραυματική εμπειρία αποτελεί για το θύμα.

Εν κατακλείδι, αξίζει να σημειωθεί το λογοπαίγνιο που γίνεται με τη λέξη «πα-τέρας», δηλώνοντας πως επρόκειτο για έναν ειδεχθή εγκληματία. Έναν άνθρωπο που φαίνεται πράγματι να μην έχει πλήρως αναπτυγμένο τον συναισθηματικό του κόσμο, και επομένως να παρομοιάζεται δικαιολογημένα με τέρας και τη ζωώδη συμπεριφορά του. Δε μετανιώνει ποτέ για τις αποτρόπαιες και φρικιαστικές πράξεις του και ισχυρίζεται μέχρι τέλους, μετά και από τη φυλάκιση, την αποφυλάκιση και την επιδείνωση της υγείας του, πως αγαπούσε το παιδί του με τον δικό του (αρρωστημένο) τρόπο. Το γεγονός πως προσφωνούσε τη μικρή κόρη του «Εφάκο» και «πασάκα μου», παραδείγματος χάριν, καθώς και ο τρόπος που τη βίαζε, κάνει τον αναγνώστη να αναρωτηθεί μήπως η σεξουαλική διαστροφή του, τελικά, είχε τις ρίζες της στο ανικανοποίητό του να αποκτήσει έναν γιο και μήπως ο βιασμός της Ιφιγένειας αποτελούσε ένα είδος τιμωρίας, πέραν της προβληματικής ικανοποίησής του. Οι βιο-ψυχο-κοινωνιολογικές θεωρητικές προσεγγίσεις στο σημείο αυτό κρίνονται ιδιαίτερα χρήσιμες και επεξηγηματικές.


Βιβλιογραφία και πηγές:

· Βάσω Αρτινοπούλου, Αιμομιξία: Θεωρητικές προσεγγίσεις και ερευνητικά δεδομένα. Εκδ. Νομική Βιβλιοθήκη, Αθήνα, 2004.

· Βικιπαίδεια, Η Μπαλάντα της φυλακής του Ρέντινγκ. [Online]. Διαθέσιμο εδώ. (τελευταία πρόσβαση: 21/6/22).

· Βικιπαίδεια, Όσκαρ Ουάιλντ. [Online]. Διαθέσιμο εδώ. (τελευταία πρόσβαση: 21/6/22).

· Γιώργος Νικολόπουλος. Περιοδικό ο αναγνώστης για το βιβλίο και τις τέχνες, Έγκλημα και λογοτεχνία. [Online]. Διαθέσιμο εδώ. (τελευταία πρόσβαση: 21/6/22).

· Μαρία Τσακίρη, Ιφιγένεια: Ο κύκλος της σιωπής. Εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα, 2017.

· Όσκαρ Ουάιλντ, μτφρ. Αρχιμανδρίτου Μαρία, Η Μπαλάντα της φυλακής του Ρέντινγκ. Εκδ. Εκδοτική Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη, 2011.

· Όσκαρ Ουάιλντ, μτφρ. Νικολοπούλου Ν. Ζωή, Η Μπαλάντα της φυλακής του Ρέντινγκ. Εκδ. Ηριδανός, Αθήνα, 2006.

· Ellen L. O’Brien, Crime in Verse: The Poetics of Murder in the Victorian Era. Ohio State University Press Columbus, 2008.

Πριν φύγετε ρίξτε μια ματιά