Παναγιώτης Τσίτος: Η φυγή δεν είναι ποτέ η λύση, είναι όμως μια αναγκαία διαδικασία

Ο Παναγιώτης Τσίτος στο πρώτο του βιβλίο, «Η γη τρέχει πιο γρήγορα» (εκδ. Βακχικόν), μας συστήνει μια νουβέλα που ακροβατεί ανάμεσα στο ρεαλιστικό και το σουρεαλιστικό. Οι άγριοι ρυθμοί της ζωής, η ματαιοδοξία, τα υπαρξιακά κενά, το κυνήγι της καθημερινότητας, είναι θέματα που αποτελούν τις ψηφίδες που συνθέτουν το βιβλίο του. Ζούμε με ένα υπαρξιακό κενό και με μια αγωνία που αποτυπώνεται στην καθημερινότητα μας με πολλούς τρόπους. Άραγε ο ίδιος πώς το βιώνει; Πώς προέκυψε η ενασχόληση του με τη λογοτεχνία του περιθωρίου, όπως ονομάζεται; Τι θέση έχουν οι υπόλοιπες τέχνες στη ζωή του; Διαβάστε όσα δήλωσε στο Sociall.gr.

Η γη τρέχει πιο γρήγορα από όσο αντέχουμε; Ποιο μήνυμα κρύβει ο τίτλος για το περιεχόμενο του βιβλίου σου;

Σε ένα ειδικότερο πλαίσιο ο τίτλος έρχεται να περιγράψει το προσωπικό βίωμα και την αγωνία του πρωταγωνιστή. Ο Μ. αντιλαμβάνεται τον κόσμο να τρέχει με ρυθμούς τους οποίους αδυνατεί να φτάσει. Μέχρι να συνειδητοποιήσει το πως ο κόσμος λειτουργεί, πως σκέφτονται, δρουν και πορεύονται οι άνθρωποι, όλα έχουν ήδη αλλάξει και πρέπει να ξεκινά κάθε μέρα από την αρχή. Είναι μια διαδικασία χωρίς τέλος, κατά την οποία όλα αποκτούν μορφή, διαλύονται και ανασυντίθενται εκ νέου. Σε ένα γενικότερο πλαίσιο στον τίτλο αντικατοπτρίζονται και η δική μου οπτική για τον κόσμο. Θεωρούμε πως δρούμε και προγραμματίζουμε τη ζωή μας, προσπαθούμε να δημιουργήσουμε ασφαλή και σταθερά περιβάλλοντα δράσης, αλλά σε τελική ανάλυση είμαστε απλώς υποδοχείς ερεθισμάτων και παραστάσεων που εξαφανίζονται τόσο γρήγορα και απότομα, όσο εμφανίζονται.

Επιλέγεις να μιλήσεις για το υπαρξιακό κενό στο πρώτο σου βιβλίο. Από πού πηγάζει η ανάγκη σου αυτή;

Νομίζω πως το υπαρξιακό κενό και η αγωνία που το ακολουθεί είναι αναπόσπαστα κομμάτια της ανθρώπινης εμπειρίας. Μπορεί να μην το αντιλαμβάνονται όλοι με τον ίδιο τρόπο, να μην το περιγράφουν ως εμπειρία με τις ίδιες λέξεις, αλλά είναι ένα κοινό βίωμα για όλους μας. Από το γενικότερο, στο ειδικότερο, από το ποια δουλειά σου ταιριάζει, μέχρι τι έχει ή δεν έχει αξία στη ζωή, όλα αυτά είναι παραδείγματα που περιγράφουν το εξής: ποιος είμαι και ποια η θέση μου σε αυτόν τον κόσμo. Δεν είναι τυχαίο ότι γράφονταν, γράφονται και θα γράφονται βιβλία βιβλία με αυτό το θέμα. Ο πόνος και η αγωνία που δημιουργούν αυτές οι σκέψεις δεν έχουν τέλος και γι’ αυτό δεν έχει τέλος και η συζήτηση γύρω από αυτή τη θεματολογία. Εγώ προσπάθησα απλώς να συμμετέχω σε αυτόν τον διάλογο.

Πιστεύεις ότι η φυγή τελικά είναι μια μορφή λύσης;

Η φυγή δεν είναι ποτέ η λύση, είναι όμως μια αναγκαία διαδικασία στην προσπάθεια εξεύρεσης μιας κάποια λύσης. Μέσω αυτής σου δίνεται ο χώρος και ο χρόνος να αναλογιστείς κάποια πράγματα και να δεις τον εαυτό σου πιο καθαρά και αποστασιοποιημένα από το οικείο περιβάλλον σου. Προσωπικά, θεωρώ πως η ανάγκη να τραπούμε σε φυγή δεν είναι απλώς επιλογή, αλλά μια ανάγκη γραμμένη βαθιά μέσα μας.

Προσωπικά είχες φτάσει σε σημείο να βάλεις μια τελεία και να επαναπροσδιορίσεις τον εαυτό σου;

Πολλές φορές. Ανά πάσα στιγμή μπορεί να προκύψει ένα πρόσωπο, ή μια κατάσταση που θα με κάνουν να νιώσω ότι πρέπει να επαναπροσδιορίζω τον εαυτό μου. Δεν ξέρω για άλλους ανθρώπους, η δική μου πυξίδα είναι σίγουρα αρκετά ευμετάβλητη.

Ως πρωτοεμφανιζόμενος συγγραφέας, ποιο ήταν εκείνο το σημείο που είπες, «ήρθε η στιγμή να βγει προς τα έξω αυτό που δημιουργούσα τόσο καιρό»;

Δεν το σκέφτηκα ποτέ έτσι ακριβώς. Ξεκίνησα να γράφω το ‘12-’13 και παρά το γεγονός ότι είχα ιδέες, ήμουν αρκετά μικρός για να έχω τα ερεθίσματα και τις παραστάσεις για να κάνω τις ιδέες, εικόνες και τις εικόνες, κείμενο. Τα άφησα στην άκρη και ξεκίνησα πάλι το ‘18, περίοδο που ένιωθα πιο έτοιμος. Δεν είχα κάτι στον νου μου, είχα πράγματα να πω, ήθελα να τα πω και ξεκίνησα να γράφω, ξέροντας ότι μπορεί να γίνει ένα βιβλίο, ή και σκόρπιες σελίδες στο συρτάρι μου. Προσπαθούσα να μην σκέφτομαι το αποτέλεσμα και να επικεντρώνομαι σε αυτό που κάνω εκείνη τη στιγμή.

Μίλησε μας λίγο για το ενδιαφέρον σου για τη λογοτεχνία του περιθωρίου.

Πάντοτε στην τέχνη με τραβούσε η θεματολογία που είχε στο επίκεντρο της τον μοναχικό άνθρωπο, τον απόκληρο, τον περίεργο και διαφορετικό, εκείνος που πάσχει. Μοιραία άρχισα να αποκτώ μια βαθύτερη σύνδεση με συγγραφείς όπως ο Rimbaud, o Baudelaire, o Huysmans, o Dostoyefski, ο Kafka και διάφοροι άλλοι. Η κυριότερη, όμως, επιρροή παραμένει το έργο του Camus και της beat γενιάς, γιατί σε αυτούς βρήκα είδα αρκετές πτυχές του εαυτού μου, τόσο εκφραστικά όσο και θεματικά. Το κοινό όλων των παραπάνω είναι ότι εκφράζονται απλά και με ευαισθησία για πολύπλοκες και, συχνά, οδυνηρές καταστάσεις. Νομίζω πως αυτός είναι και ο στόχος, σύνθετη/ πολυεπίπεδη σκέψη, η οποία συνοδεύεται με απλή γραφή.

Έχεις κάποια ιδιαίτερη συνήθεια όταν γράφεις;

Δεν έχω ιδιαίτερη ρουτίνα. Συνήθως γράφω βραδινές ώρες, χωρίς απαραίτητα να είναι κανόνας. Η μόνη σταθερά είναι ότι γράφω πάντα με μουσική, η οποία ποικίλλει ανάλογα με την ατμόσφαιρα και το περιβάλλον που θέλω να χτίσω στο κείμενο. Η μουσική λειτουργεί εξαιρετικά στο να δίνει ρυθμό, γιατί θεωρώ πως και η συγγραφή ενός καλού, ή ενός μέτριου κειμένου είναι σε μεγάλο βαθμό ο ρυθμός τους.

Τι θέση έχει η τέχνη στη ζωή σου;

Αρκετά μεγάλη και σε καθημερινή βάση. Δεν αναφέρομαι μόνο στη συγγραφή, αυτή είναι μια αρκετά πρόσφατη ενασχόληση. Το μεγαλύτερο μέρος της ημέρας θα ακούω μουσική, ή θα διαβάζω κάτι, ή θα βλέπω μια ταινία. Για ένα διάστημα ασχολήθηκα ερασιτεχνικά και με το θέατρο, πράγμα το οποίο σταμάτησε ελέω covid. Γενικά, μου αρέσει να βρίσκω διαφορετικούς τρόπους έκφρασης.

Θέτεις στόχους για το συγγραφικό σου μέλλον;

Προσπαθώ να μην θέτω στόχους, τουλάχιστον σε ό,τι έχει να κάνει με τη συγγραφή. Θέλω να είναι κάτι που θα κάνω αβίαστα, όσο με εκφράζει και το έχω ανάγκη, χωρίς την παραμικρή σκέψη, ή σχεδιασμό. Νομίζω ότι αυστηρός προγραμματισμός και δημιουργικότητα είναι κάπως ασύμβατα.

Θα ήθελες να μοιραστείς κάτι στον αναγνώστη που αυτή τη στιγμή διαβάζει ή θα επιλέξει να διαβάσει το βιβλίο σου;

Ελπίζω να βρει σε αυτό ένα κομμάτι του εαυτού του και των αναζητήσεων του. Και σίγουρα να μην περιμένει να βρει καμία απολύτως λύση, παρά ερωτήματα.

Ο Παναγιώτης Τσίτος είναι 27 ετών, γεννήθηκε στην Αθήνα και μεγάλωσε στο Ίλιον Αττικής. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και ολοκλήρωσε το Μεταπτυχιακό Πρόγραμμα του τμήματος, με κατεύθυνση την Κοινωνική και Πολιτική Θεωρία. Η επαφή του με τη λογοτεχνία ξεκίνησε από σχετικά νεαρή ηλικία, κυρίως με έργα κλασικών συγγραφέων, όπως ο Ντίκενς, ο Τολστόι και ο Ντοστογιέφσκι. Στα φοιτητικά του χρόνια, ήρθε σε επαφή με τους Μπουκόφσκι, Καμύ και Ουισμάνς, καθώς και με τους «καταραμένους ποιητές» και την μπιτ γενιά. Οι παραπάνω τον ενέπνευσαν να ασχοληθεί με την υπαρξιστική λογοτεχνία, τα ανθρώπινα πάθη και τη λογοτεχνία του περιθωρίου. Παράλληλα, σημαντική επιρροή αποτελεί η ενασχόλησή του με τη φιλοσοφία – η νιτσεϊκή και μετανιτσεϊκή σκέψη, τα έργα των Μαρξ, Χάιντεγκερ, Σαρτρ και Μαρκούζε. Ακόμη, παραστάσεις αντλεί τόσο από τη μουσική – κλασική τζαζ, μπίμποπ, ροκ, ραπ -, όσο και από τον κινηματογράφο. Συμμετείχε με το δοκίμιο «Προς μια φιλοσοφική επαναδιαπραγμάτευση της έννοιας του ανθρώπου. Η περίπτωση του Peter Sloterdijk» στο συλλογικό έργο Ο άνθρωπος και τα άλλα ζώα, Άννα Λυδάκη (επιμ.), Εκδόσεις Παπαζήση, Αθήνα, 2019.

Πριν φύγετε ρίξτε μια ματιά