Αρθούρος Ρεμπώ: Η ανήσυχη ποιητική μορφή του 20ου αιώνα

Μετέτρεψα τις σιωπές και τις νύχτες σε λέξεις. Ό,τι ήταν ανείπωτο, το έγραψα. Έκανα τον κόσμο που στροβιλιζόταν να σταθεί ακίνητος

Ο Αρθούρος Ρεμπώ ήταν μια πραγματικά ιδιαίτερη περίπτωση στη λογοτεχνία. Ο Αλμπέρ Καμύ τον χαρακτήρισε ”ποιητή της εξέγερσης και μάλιστα ο πιο σημαντικός απ’ όλους”, ενώ σύμφωνα με τους Αντρέ Μπρετόν και Ρενέ Σαρ ήταν ”ένας αληθινός θεός της εφηβείας” κι ”ένα από τα υψηλότερα «πνεύματα» μέσα στο σώμα ενός άγριου και τρομερού παιδιού” αντίστοιχα. Αναγνώστες, αλλά και μελετητές τον κατατάσσουν στη λίστα με τους σημαντικότερους εκπροσώπους του συμβολισμού, καθώς οι στίχοι του επέδρασαν καταλυτικά στη μοντέρνα ποίηση. Ακόμη, επηρέασε σημαντικά τη καλλιτεχνική προσωπικότητα διαφόρων καλλιτεχνών, όπως: Μπομπ Ντύλαν, Τζιμ Μόρισον, Πάμπλο Πικάσο, Σαρλ Μπωντλαίρ, κ.α.

Με αφορμή τα εκατό τριάντα δυο χρόνια από το θάνατο του, κάνουμε σύντομη αναδρομή στη ζωή και το λογοτεχνικό έργο του.

Παιδική ηλικία

Ο Ζαν Νικολά Αρτύρ Ρεμπώ, δευτερότοκος γιος του Φρεντερίκ Ρεμπώ και της Βιταλί Κιφ, γεννήθηκε στις 20 Οκτωβρίου 1854 στην αγροτική πόλη Σαρλβίλ των Αρδεννών στη βορειοανατολική Γαλλία. Ο πατέρας του ήταν στρατιωτικός και η μητέρα του μια αυστηρή γυναίκα αγροτικής καταγωγής. Τον Σεπτέμβριο του 1860, αφού είχαν προηγηθεί αμέτρητες προστριβές ανάμεσα στο ζευγάρι, ο Φρεντερίκ εγκατέλειψε την οικία τους.

Ο συγγραφέας Ντάνιελ Μέντελσον, αναφέρει πως “όταν ο Αρθούρος ήταν πέντε ετών, ο πατέρας του έφυγε από το σπίτι και δεν επέστρεψε ποτέ. Η ανάμνηση της εγκατάλειψης ”στοιχειώνει” το έργο του, το οποίο συχνά θυμίζει τη χαμένη παιδική ηλικία και ενίοτε, φαίνεται να αναφέρεται άμεσα στην κρίση, που βίωσε η οικογένεια του”.

Το 1862, η οικογένεια μετακόμισε στη γειτονιά Cours d’Orleans. Εκεί, η Βιταλί ανέλαβε εξ’ ολοκλήρου μόρφωση των παιδιών της, περιορίζοντας τα από τις παρέες με συνομήλικους τους και τους υπενθύμιζε να δίνουν γερή βάση στην ακαδημαϊκή μόρφωση τους, καθώς η ίδια είχε τεράστιες φιλοδοξίες. Ο μικρός Αρθούρος δυσανασχετούσε με την πίεση που ασκούσε η αυταρχική μητέρα του και με τις τιμωρίες, που επέβαλλε σ’ εκείνον και στα αδέλφια του, όπως περιγράφεται στο ποίημα ”Ο εφτάχρονος ποιητής” (”Les poètes de sept ans”).

Όταν έκλεισε τα δώδεκα χρόνια του, η μητέρα του τον έστειλε να φοιτήσει μαζί με τον αδελφό του στο κολέγιο του Σαρλβίλ, όπου διακρίθηκε για τις επιδώσεις του σε όλα τα μαθήματα.

Τα δυο πρώτα χρόνια, απέσπασε δεκατέσσερα βραβεία σε γαλλικούς ακαδημαϊκούς διαγωνισμούς, ενώ παράλληλα, ήρθε σε επαφή με ένα ευρύτερο φάσμα λογοτεχνίας χάρη στο νεοφερμένο δάσκαλο ρητορικής και μετέπειτα μέντορά του, Ζωρζ Ιζαμπάρ, ο οποίος αποτέλεσε πατρική φιγούρα για το μαθητή του. Η αυταρχική μητέρα του δεν ενέκρινε τη θετική επιρροή του κι αποφάσισε να του στείλει μια επιστολή, στην οποία ανέφερε ότι το μυθιστόρημα ”Οι Άθλιοι” (”Les miserables”) του Βίκτωρος Ουγκώ, δανείστηκε μετά από προτροπή του δασκάλου του, δε συμβαδίζει με τις αρχές του.

Στις 18 Μαρτίου 1870, ξέσπασε ο Γαλλοπρωσικός πόλεμος και το σχολείο μετατράπηκε σε στρατιωτικό νοσοκομείο. Ο δάσκαλος έφυγε από τη πόλη, γεγονός που σήμανε το απότομο τέλος των σχολικών χρόνων του Αρθούρου. Αγανακτισμένος από τον αστικό πατριωτισμό, ο Ρεμπώ διέφυγε στο Παρίσι προς αναζήτηση μιας ζωής δίχως περιορισμούς. Όταν επέστρεψε, συνελήφθη επειδή δε πλήρωσε το αντίτιμο του εισιτηρίου και για απρεπή συμπεριφορά κι οδηγήθηκε στη φυλακή Μαζά. Στις 5 Σεπτεμβρίου, έγραψε γράμμα στον Ζωρζ Ιζαμπάρ, όπου τον εκλιπαρούσε να έρθει να τον βγάλει από τη φυλακή. Ο Ιζαμπάρ διευθέτησε το θέμα της αποφυλάκισης του και στη συνέχεια, γύρισε πίσω στην εξαγριωμένη μητέρα του.

Εκείνο το διάστημα, δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα ”La revue pour tous” το ποίημα με τίτλο ”Πρωτοχρονιάτικα δώρα για ορφανά” (”Les etrennes de orphellines”), που αποτελεί ένα από τα έξοχα δείγματα του πρώιμου έργου του.

Μετάφραση: Βασίλης Πατσογιάννης

Από τον Οκτώβριο του 1870 έως τον Απρίλιο του 1871, το έσκασε από το σπίτι άλλες τρεις φορές. Ανάμεσα στις αποδράσεις του σε Γαλλία και Βέλγιο, έγραψε τα ποιήματα ”Η μποέμικη ζωή μου” (”Ma boehme”) και ”Στο Cabaret-Vert” (”Au Cabaret-Vert”).

”Η μποέμικη ζωή μου” (Φαντασία)

Το’ σκασα με τα χέρια μου στις τρύπιες τσέπες·
το παλτό στην ίδια ιδανική κατάσταση·
προχωρούσα κάτω από τον γαλάζιο ουρανό, Μούσα! Κι ήμουν σκλάβος σου·
Ω! πω πω! Τι μεγαλειώδεις έρωτες ονειρευόμουν!

Το μοναδικό μου παντελόνι είχε μια μεγάλη τρύπα.
Νάνε ονειροπόλε, έπλεξα στιχάκια στα σοκάκια
το χάνι μου ήταν κάτω απ’ την Μεγάλη Άρκτο
τ’ άστρα μου στον ουρανό θρόιζαν γλυκά

και τ’ άκουγα, ξαπλωμένος στην άκρη του δρόμου,
εκείνα τα όμορφα δειλινά του Σεπτέμβρη, κι ένιωθα τις στάλες
της δροσιάς στο μέτωπό μου σαν δυνατό κρασί·

κι ενώ, ανάμεσα στις σκιές των οραμάτων μου, στοιχοπλοκούσα
αίφνης τράβηξα, σαν τις χορδές της λύρας, τα κορδόνια
από τις κουρελιασμένες μου μπότες, ένα βήμα κοντά στην καρδιά μου!

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος

”Στο Cabaret-Vert”

Στων δρόμων τα χαλίκια, πριν από περίπου οκτώ

μερόνυχτα τις μπότες μου είχα καταξεσκίσει,

στο Cabaret-Vert, μόλις Σαρλερουά είχα πατήσει,

πήρα βούτυρο με ψωμί, ζαμπόν ψιλοζεστό.

Κάτω απ’ το πράσινο τραπέζι άπλωσα ευτυχής

τα πόδια, χαζά σχέδια κοίταα στην ταπετσαρία,

όταν μέσα ήρθε σε μια θαυμάσια ευκαιρία

με ζωηρό μάτι και τους β….ς της η δεσποινίς

-τέτοια που δεν μπορεί ένα φιλί να την ψαρώσει!-,

πρόσχαρη, αφότου το ψωμί μου είχε βουτυρώσει,

να βάλει σε όλο σχέδια πιάτο, αρωματισμένο

με σκελίδα σκόρδου, ασπρορόδινο ζαμπόν, χλιαρό,

τεράστιο να ξεχειλίσει κύπελλο με αφρό,

όπου χρύσιζε ένας ήλιος αργοπορημένος

Μετάφραση: Βασίλης Πατσογιάννης

Συμμετοχή στα κοινά

Το 1871, έγινε μάρτυρας των γεγονότων της Παρισινής Κομμούνας, όμως μετά από τρεις απογοητευτικές εβδομάδες διαμονής κι εθελοντισμού, γύρισε πίσω στο Σαρλβίλ λίγο πριν η επανάσταση κατασταλεί επίσημα στις 28 Μαΐου. Η κατάρρευση των παθιασμένων πολιτικών ιδεωδών του φαίνεται ότι αποτέλεσε σημείο καμπής για εκείνον. Σε δύο σημαντικές επιστολές, που έστειλε στους καλούς του φίλους, Ζωρζ Ιζαμπάρ και Πωλ Ντεμενί στις 13 και 15 Μαΐου, εξηγούσε πως εγκαταλείπει την ιδέα της συμμετοχής στα πολιτικά καθεστώτα και πως επιθυμεί να ασχοληθεί με τη ποίηση.

Γνωριμία με τον Πωλ Βερλαίν

Την ίδια χρονική περίοδο, γνωρίστηκε με τον επίσης Γάλλο ποιητή, Πωλ Βερλαίν. Γοητεύτηκε από τη προσωπικότητα και τη δημιουργικότητα του και τον Αύγουστο, του έστειλε επιστολή με επισυναπτόμενα ποιήματα. Αναχώρησε για το Παρίσι με σκοπό να τον συναντήσει ξανά, έχοντας στις αποσκευές του το ποίημα ”Το μεθυσμένο καράβι” (”Le bateaux ivre”), το οποίο γράφτηκε όταν ήταν μόλις δεκαέξι ετών κι αποτελεί μια αλληγορική περιγραφή της νιότης του.

Πρώτη φορά κατέβαινα εκείνα τα ποτάμια,
όταν κατάλαβα πως πια δεν είχα πλοηγούς.
Κάτ’ Ινδιάνοι δαίμονες τους είχανε καρφώσει
απάνω σε πολύχρωμα παλούκια και γυμνούς
τώρα τους γέμιζαν με βέλη τα κορμιά.

Όχι πως μ’ ένοιαζε κανείς ναύτης ή πλοηγός,
τόσο μπαμπάκι εγγλέζικο και στάρι από τη Φλάνδρα
που είχα συντροφιά
μέσα στ’ αμπάρι. Κάποτε έπαψ’ ο ορυμαγδός,
ξελύσσαξαν οι δαίμονες· πάνε οι πλοηγοί.
Και τα ποτάμια μ’ άφησαν να φύγω μοναχό
όπου μου κατεβεί.

Έναν χειμώνα ολόκληρο ξεχάστηκα -σαν το παιδί!-
να τρέχω στων παράφορων κυμάτων τις πλαγιές,
κι οι κάβοι οι αφιλόξενοι δεν γνώρισαν ποτέ πιο ένδοξες χαρές.
Η τρικυμία βάφτισε τις πελαγίσιες μου ορμές.

Δέκα τις νύχτες μέτρησα, χορεύοντας πιο αλαφρύ
κι απ’ τον φελλό στον κλύδωνα τον θεριστή ψυχών.
Και δεν νοστάλγησα -Για δες!- μήτε για μια στιγμή
τα μάτια τα ηλίθια των φάρων και των φαναριών!

Πιο ηδονικό κι απ’ τον χυμό
του τρυφερού ξυνόμηλου στο στόμα του παιδιού,
μπήκε το πράσινο νερό στα έλατα του σκαριού μου.
Πήρε τιμόνι, άγκυρα, παλάγκα και σκαρμούς
κι έπλυνε απ’ την κουβέρτα μου τα ρόδινα κρασιά
και τους παλιούς τους εμετούς.

Αυτό ήταν! Λούστηκα κι εγώ στο ποίημα το θαλασσινό.
Έναστρο, γαλαξιακό, μάκρη γαλάζια χόρτασα
ίσα μ’ εκεί που, ένας νεκρός από πνιγμό εκστατικός,
πλανιέται στου ορίζοντα την κάτωχρη γραμμή.

Εκεί που ξάφνου, βάφοντας το άκρο γαλάζιο με σπασμούς
και με παλμούς -καθώς το φως της μέρας σπαρταρά
να γεννηθεί- κι απ’ το αλκοόλ πιο δυνατή,
κι απ’ τα τραγούδια πιο πλατιά,
του έρωτα ζυμώνεται η ξανθή παραφορά!

Είδα ουρανούς -και γνώρισα- κουρέλια από τις αστραπές·
είδα τυφώνες κύματα: θεριά αφρισμένα, ρεύματα·
κι είδα το δείλι, κι έμαθα το χάραμα να υψώνεται:
σμήνος περιστεριών·
γνώρισα ό,τι ο άνθρωπος νομίζει πως γνωρίζει.

Τον ήλιο είδα να σέρνεται στην τρύπα του με μυστικούς
τρόμους χαρακωμένος,
σπέρνοντας πίσω πήγματα πορφύρας και φωτός
-μάσκες αρχαίων τελετών-
καθώς το κύμα έκλεινε μια πουπουλένια αυλαία
πάνω απ’ τις αποστάσεις.

Την σμαραγδένια ανταύγεια της χιονισμένης νύχτας
είδα στον ύπνο μου βαθιά, φιλί που ανέτειλε αργά
στο βλέμμα της θαλάσσης,
δρολάπι απίστευτων χυμών,
κίτρινα-μπλε ξυπνήματα κελαϊδισμών εωσφόρων!

Μήνες πολλούς ατένιζα τις φουσκοθαλασσιές
να οργώνουν, σαν υστερικές αγέλες αγελάδων,
τις ξέρες κι ούτε μια στιγμή δεν σκέφτηκα το φωτεινό
πόδι της Παναγιάς
να διώχνει τις ασθμαίνουσες μουσούδες των ωκεανών!

Για φανταστείτε! Χτύπησα σε ανήκουστα κοράλλια,
που άνθιζαν μάτια πάνθηρα
με σάρκα ανθρωπινή: ίριδες κάτω απ’ την γραμμή
του ορίζοντα, σαν τα ινία, γλαυκά κοπάδια να κρατούν!

Είδα -και γνώρισα- καυτούς βάλτους, παγίδες αχανείς,
που μέσα στα καλάμια τους σάπιζε ο Λεβιάθαν!
Δίνες, ερέβη αιφνίδια στη μέση της γαλήνης
και μάκρη απροσμέτρητα στην άβυσσο να πέφτουν!

Και παγετώνες, ουρανούς σαν κάρβουνα αναμμένα,
μαργαριτάρια κύματα, ήλιους μαλαματένιους!
Τρομακτικά ναυάγια σε κόλπων κόλπους σκοτεινούς,
όπου γιγάντια ερπετά -βορά κοριών- στα γέρικα
τα δέντρα έζεχναν μαύρο!

Ήθελα να ’χα απάνω μου παιδιά, για να τους δείξω
αφρόψαρα, χρυσόψαρα, δελφίνια. Αφρών ανθοί
νανούρισαν τη ρότα μου
και άνεμοι απίστευτοι μου έδωσαν φτερά.

Κάποτε, εγώ μαρτυρικό έρμαιο πόλων και ζωνών
παράδερνα· κι η θάλασσα, που γλύκανε λυγμό-λυγμό
το σκαμπανέβασμά μου,
άπλωνε καταπάνω μου τα σκοτεινά λουλούδια της
με κίτρινες βεντούζες.
Τ’ άπλωνε και γονάτιζα εκεί σαν θηλυκό…

Σχεδόν νησί, που έτριζε παρόχθιες μάχες των πουλιών,
χάβρες πουλιών και κουτσουλιές
πουλιών με μάτια ξέθωρα-
πήγαινα κι όλο πήγαινα και απ’ τα λυτά σκοινιά μου,
τον ύπνο τους γυρεύοντας, έσταζαν οι πνιγμένοι!

Όσο για μένα… ένα σκαρί που χάθηκε μες στα μαλλιά
των κάβων και το τίναξε κουβάρι σ’ έναν ουρανό
δίχως πουλιά ο τυφώνας,
εγώ που καν το πτώμα μου -πνιγμένο από το αρμυρό
μεθύσι- δεν θα ψάρευαν οι Αμερικάνοι ναυτικοί
κι οι Τεύτονες ψαράδες·

Εγώ που ελεύθερο άχνισα μενεξεδένια αχλή
και τρύπησα τον πορφυρό ορίζοντα σαν τοίχο,
ζαχαρωτά που οι καλοί λατρεύουν ποιητές
και μύξες του απέραντου γαλάζιου, τροπικές
λειχήνες φορτωμένο·

Κι ηλεκτρικοί ημισέληνοι με χάραξαν: ένα τρελό
σανίδι, που παράδερνε με μόνη συντροφιά
κατάμαυρους ιππόκαμπους, όταν ροπαλοφόρος
ο Ιούλιος παράσπρωχνε το άνω γαλανό σε πύρινες χοάνες·

Εγώ, με τρόμο που ένοιωσα -πενήντα λεύγες το πολύ
πιο πέρα- να ωρύονται από λαγνεία οι Βεεμώθ
κι οι σκοτεινές ρουφήχτρες,
αιώνιος κλωθογυριστής του ασάλευτου γαλάζιου
νοστάλγησα των γηραιών στηθαίων την Ευρώπη!

Ναι· είδα τ’ αρχιπέλαγα των άστρων! Τα νησιά,
που οι ξέφρενοί τους ουρανοί ανοίγουν μπρος στον ναυτικό.
Εκεί, μες στις απύθμενες εκείνες νύχτες χαίρεσαι
την εξορία του ύπνου σου,
σμήνος χρυσό απροσμέτρητο, του μέλλοντος ω Σφρίγος;

Όμως -αλήθεια!- έκλαψα πολύ, πάρα πολύ.
Είναι μια θλίψη κάθε αυγή, μια φρίκη το φεγγάρι,
κι είναι ο ήλιος σαν πικρός.
Με λήθαργους μεθυστικούς
με μούλιασε του έρωτα η γύμνια η κοφτερή.
Σκίσε καρίνα μου, άνοιξε, να φύγω στα βαθιά!

Η Ευρώπη! Αν έχει ένα νερό που τόσο λαχταρώ,
είναι μια γούρνα δροσερή, μια γούρνα σκοτεινή
που, όταν σκορπούν του δειλινού τα μύρα, ένα παιδί
γεμάτο θλίψη κάθεται στα πόδια της κι αφήνει
ένα καράβι τρυφερό σαν πεταλούδα του Μαγιού.

Ω, κύματα! Στη λήθη σας τόσον καιρό λουσμένο,
δεν γίνεται ν’ αφρίσω πια του μπαμπακιού το δρόμο·
των σημαιών, των παρασείων το θράσος να διασχίσω
και τις μαούνες, -τα φρικτά μάτια τους- να πλευρίσω.

Μετάφραση: Γιώργος Μπλάνας

Εντυπωσιάστηκε τόσο πολύ από το απαράμιλλο ταλέντο του και τον παρότρυνε να τον φιλοξενήσουν μαζί με τη σύζυγό του, Ματίλντ Μοτέ ντε Φλερβίλ. Έκτοτε, οι δύο άνδρες σύναψαν ερωτική σχέση μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, η οποία ήταν σκανδαλώδης για τα δεδομένα της εποχής κι ενίοτε, συνοδευόταν από αψέντι και μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών ουσιών.

Απόσπασμα από τη ταινία ”Total eclipse” με πρωταγωνιστές τους Leonardo Di Caprio και David Thewlis στο ρόλο του Αρθούρου Ρεμπώ και του Πωλ Βερλαίν αντίστοιχα

Λίγο μετά τη γέννηση του γιου του το 1872, ο Βερλαίν άφησε πίσω την οικογένειά του για να ζήσει με το σύντροφό του στο Λονδίνο. Εκεί, εργάστηκε ως δάσκαλος προκειμένου να ανταπεξέλθουν οικονομικά, ενώ ο Ρεμπώ εμπνεύστηκε κι έγραψε τις ”Εκλάμψεις” (”Illuminations”), μια ποιητική ανθολογία πεζών ποιημάτων, που δημοσιεύτηκε εν μέρει στην εφημερίδα ”La vogue”. Έπειτα από δεκαοκτώ μήνες κοινής πορείας ζωής, οι δρόμοι τους χώρισαν στις Βρυξέλλες, ώστε ο Πωλ να επανασυνδεθεί με τη γυναίκα του και το παιδί του.

”Εκποίηση”

Πωλείται αυτό που οι Εβραίοι δεν πούλησαν,
αυτό που δεν γεύτηκε ούτε η κάστα των ευγενών ούτε το έγκλημα,
αυτό που αγνοεί ο καταραμένος έρωτας
κι η καταχθόνια εντιμότητα των μαζών,
αυτό που μήτε η εποχή μήτε η επιστήμη θ’ αναγνωρίσουν.
   Οι αναστημένες Φωνές!
Η αδελφική αφύπνιση της κάθε χορωδιακής κι ορχηστρικής ενέργειας κι η στιγμιαία εφαρμογή της!
Η μοναδική ευκαιρία να ελευθερώσουμε τις αισθήσεις μας!
   Πωλείται το κάθε ανεκτίμητο Σώμα,
ανεξάρτητα από φυλή, χώρα, φύλο, προέλευση!
Πλούτη αναβλύζουν σε κάθε βήμα!
Ξεπούλημα διαμαντιών αχαλίνωτο!
   Πωλείται η αναρχία για τις μάζες!
Η ραγδαία ικανοποίηση για σπουδαίους ερασιτέχνες!
Ο αποτρόπαιος θάνατος για τους πιστούς και τους ερωτευμένους!
   Πωλείται το κάθε σπίτι κι η κάθε αποδημία,
το κάθε άθλημα, η κάθε τέλεια μαγεία κι η κάθε τέλεια άνεση,
κι ο θόρυβος, η κίνηση και το μέλλον που εκείνα παράγουν.
   Πωλείται κάθε υπολογιστική εφαρμογή και κάθε πρωτάκουστο άλμα της αρμονίας.
Τα ευρήματα και οι απρόβλεπτες ορολογίες, άμεση κατοχή,
   Ασυλλόγιστη και ανεξάντλητη ορμή στις αθέατες λάμψεις,
στις ανεπαίσθητες ηδονές
– και τα μυστικά της που τρελαίνουν όλα τα πάθη – κι η χαρά της
που το πλήθος τρομοκρατεί.
   Πωλείται το κάθε Σώμα, κάθε φωνή,
ο τεράστιος αδιαμφισβήτητος πλούτος,
ό,τι δεν πρόκειται να πουληθεί ποτέ.
Οι πωλητές δεν έχουν φθάσει στο τέλος της εκποίησης!
Οι ταξιδιώτες δεν είναι ανάγκη να ορίσουνε την προμήθειά τους από τόσο νωρίς!

Μετάφραση: Στρατής Πασχάλης

Συνέχισαν να αλληλογραφούν, παρόλο που η συμπεριφορά του Βερλαίν γινόταν ολοένα και πιο απόμακρη. Μια σύντομη επανασύνδεση κατέληξε σε βίαιο καβγά στο ξενοδοχείο ”Liégeois” στις Βρυξέλλες τον Ιούλιο του 1873, καθώς κατέληξε σε απόπειρα ανθρωποκτονίας του Αρθούρου και σε δυο χρόνια φυλάκισης για τον Πωλ Βερλαίν.

Πίνακας που απεικονίζει τον Ρεμπώ στο κρεβάτι μετά από το τραυματισμό, που προκλήθηκε από τον Βερλαίν

Μετά τον οριστικό χωρισμό τους, ο νεαρός ποιητής επέστρεψε οριστικά στη πατρίδα του, όπου έγραψε ένα μεγάλο μέρος της ποιητικής συλλογής ”Μια εποχή στη κόλαση” (”Une saison en enfer”). Eκδόθηκε στις Βρυξέλλες το 1873, όμως τα περισσότερα αντίτυπα έμειναν στο υπόγειο του τυπογραφείου μέχρι το 1901, επειδή η οικονομική κατάσταση του ήταν πενιχρή.

”ΑΥΓΗ”

Δεν χάρηκα κάποτε μια νιότη αξιαγάπητη, ηρωική, μυθική, μια νιότη να τη γράψει κανείς σε φύλλα από χρυσό; Τι τύχη! Ποιο έγκλημα, ποιο σφάλμα με έριξε στην τωρινή μου αδυναμία; Εσείς που διατείνεστε πως ολοφύρονται τα κτήνη και ξεσπούν σε οδύνης λυγμούς, πως απελπίζονται οι άρρωστοι, πως ονειρεύονται όνειρα κακά οι νεκροί, προσπαθήστε να ιστορήσετε τον λήθαργό μου και την πτώση μου. Εγώ δεν μπορώ να τα εξηγήσω περισσότερο απ’ τον ικέτη που λιβανίζει το Πάτερ Ημών και το Άβε ΜαρίαΔεν ξέρω πια να μιλήσω!

Κι όμως σήμερα θαρρώ έκοψα τους δεσμούς με την κόλασή μου. Κι ήταν όντως η κόλαση: η πανάρχαια, εκείνη της οποίας τις πόρτες άνοιξε ο υιός του ανθρώπου.

Από την ίδια έρημος, στο ίδιο σκοτάδι, πάντα τα μάτια μου άτονα ξυπνάν στο φως του άστρου αργυρό, πάντα, δίχως να συγκινούνται οι Βασιλείς της ζωής, οι τρεις μάγοι, η καρδιά, το πνεύμα, η ψυχή. Κι όταν θα πορευτούμε πέρα απ’ τους τάφους και πέρα απ’ τα όρη, όταν θα χαιρετίσουμε τη γέννηση της νέας εργασίας, τη νέα σοφία, τη φυγή των τυράννων και των δαιμόνων, το τέλος της δεισιδαιμονίας, θα γιορτάσουμε -τα πρώτα!- Χριστούγεννα πάνω στη γη.

Το άσμα των ουρανών, τη μεγάλη πορεία των λαών! Σκλάβοι, ας μη βλαστημάμε τη ζωή.

Mετάφραση: Ζ. Δ. Αϊναλής

Το πρόωρο τέλος της λογοτεχνικής καριέρας

Τα ποιητικά πονήματά του πραγματεύονται μια σειρά θεμάτων που σχετίζονται με τον πόλεμο, τη φτώχεια, την αστική τάξη και τις χαρές, που αποπνέει ο μποέμικος τρόπος ζωής. Ορισμένα από αυτά, προκάλεσαν το σοκ και την οργή ορισμένων αναγνωστών, ενώ άλλοι αφέθηκαν σε απρόσμενες αισθησιακές περιπέτειες μέσα από τους λυρικούς στίχους του.

Ο κοιμώμενος στην κοιλάδα

Υπάρχει μια τρύπα στην πρασινάδα απ’ όπου τραγουδά ένας ποταμός∙
στην χλόη υπερβολικά πιασμένα ασημένια κουρέλια·
εκεί που ο ήλιος, στα περήφανα βουνά,
λαμπυρίζει: είναι μια μικρή κοιλάδα που ακτινοβολεί.

Ένας νεαρός στρατιώτης, μ’ ανοιχτό στόμα, το κεφάλι του γυμνό,
κι τον αυχένα βρεγμένο απ’ την δροσιά του μπλε νεροκάρδαμου,
κοιμάται· ξαπλωμένος στο χορτάρι, κάτω απ’ τον ουρανό,
χλωμός στο πράσινο κρεβάτι του λουσμένος από το φως.

Τα πόδια έχει επάνω στις γλαδιόλες, κοιμάται. Χαμογελώντας όπως
χαμογελά ένα άρρωστο παιδί, παίρνει έναν υπνάκο:
Φύση, λίκνισέ τον ζεστά: κρυώνει.

Οι ευωδιές δεν κάνουν πια τα ρουθούνια του να συσπώνται·
κοιμάται στο φως του ήλιου, με το’ να του χέρι ήσυχο
στο στήθος. Στην δεξιά πλευρά έχει δυο κόκκινες τρύπες.

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος

Εργάτες”

Ω αυτό το ζεστό πρωινό του Φεβρουαρίου! Ο άκαιρος Νότος έρχεται να ξυπνήσει τις αναμνήσεις μας, παράλογων φτωχών, τη νεανική μας αθλιότητα. Η Henrika είχε μια φούστα μπαμπακερή με άσπρα και καφετιά καρρώ, που έπρεπε να φοριέται τον τελευταίο αιώνα, μια σκούφια με κορδέλες, και ένα μεταξωτό μαντήλι. Ήταν πολύ πιο θλιβερό από ένα πένθος. Κάναμε μια βόλτα στα προάστια. Ο καιρός ήταν συννεφιασμένος, και αυτός ο άνεμος του Νότου ζωντάνευε όλες τις άσχημες μυρωδιές των ρημαγμένων περιβολιών και των ξεραμένων λιβαδιών. Αυτό, δεν έπρεπε να κουράζει τη γυναίκα μου όσο έμενα. Μέσα σε μια λακκούβα που είχε μείνει από την πλημμύρα του περασμένου μήνα σ’ ένα αρκετά ψηλό μονοπάτι, μου έδειξε πολύ μικρά ψάρια. Η πόλη, με την καπνιά της και με τους θορύβους της δουλειάς, μας ακολουθούσε πολύ μακριά μέσα στους δρόμους. Ω ο άλλος κόσμος, η κατοικία η ευλογημένη από τον ουρανό και τις σκιές! Ο νότος μού θύμιζε τα θλιβερά γεγονότα της παιδικής μου ηλικίας, τις καλοκαιρινές μου απελπισίες, τη φοβερή ποσότητα δύναμης και γνώσης που η τύχη απομάκρυνε πάντα από μένα. Όχι! δε θα περάσουμε το καλοκαίρι σ’ αυτή τη φιλάργυρη χώρα όπου δε θα ’μαστε ποτέ παρά αρραβωνιασμένα ορφανά. Θέλω αυτό το σκληραγωγημένο μπράτσο να μη σέρνει πια μια αγαπημένη εικόνα.

Mετάφραση: Eύα Μυλωνά

Το 1875, πέφτει η αυλαία της ποιητικής καριέρας του πλέον πρώην ποιητή. Οι μόνες απτές αποδείξεις είναι τα γράμματα που έστελνε σε συγγενείς και φίλους, στα οποία παραπονιόταν διαρκώς για τη δύσκολη οικονομική κατάστασή του.

Έχοντας πλέον πάρει τη ξεκάθαρη απόφαση, περιηγήθηκε με τα πόδια στην Ευρώπη, αναζητώντας νέες περιπέτειες κι ευκαιρίες για να αποκτήσει χρήματα. Τον Μάιο του 1876, κατατάχθηκε στον ολλανδικό αποικιακό στρατό με το πρόσχημα της ελεύθερης εισόδου στην Ιάβα (σημερινή Ινδονησία). Άφησε τη θέση του στρατιώτη με σκοπό να εξερευνήσει τη ζούγκλα.

Κατόπιν, άρχισε να καταπιάνεται με διάφορες δουλειές. Το 1877, εργάστηκε σε ένα περιπλανώμενο τσίρκο στη Σουηδία και τη Δανία, πριν φτάσει στην Κύπρο το Δεκέμβριο του 1878, όπου έπιασε δουλειά ως επιστάτης σε λατομείο. Λίγο αργότερα, προσβλήθηκε από τύφο κι επέστρεψε στη Γαλλία.

Ο κριτικός Tζον Τρέιντερ γράφει:

Τον Μάρτιο του 1880, ο Ρεμπώ εργάστηκε ξανά στην Κύπρο. Αυτή τη φορά ως επιστάτης οικοδόμων στα βουνά. Μπλέχτηκε σε έναν καυγά και, όπως φαίνεται, πέταξε μια πέτρα στο κεφάλι ενός ντόπιου εργάτη, με αποτέλεσμα να τον σκοτώσει ακαριαία. Διέφυγε μέσω της Ερυθράς Θάλασσας και κατέληξε στο λιμάνι του Άντεν Μόλις έφτασε εκεί, δούλεψε για χάρη ενός εμπόρου καφέ…

Το επικείμενο φινάλε

Κατά την άφιξη του στο Άντεν τον Φεβρουάριο του 1891, αισθάνθηκε έναν οξύ πόνο στο δεξί του γόνατο. Ο οργανισμός του δεν ανταποκρίθηκε στη θεραπεία της αρθρίτιδας, με αποτέλεσμα ο πόνος να είναι επώδυνος. Εισήχθη στο ”Hôpital de la Conception” στη Μασσαλία, όπου μία εβδομάδα αργότερα, το πόδι του ακρωτηριάστηκε. Η διάγνωση έδειξε καρκίνο των οστών.

Αφού πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο, πέρασε χρόνο στο αγρόκτημα της οικογένειας του στο Ρος. Προσπάθησε να επιστρέψει στην Αφρική, αλλά η ραγδαία επιδείνωση της υγείας του κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, τον ανάγκασε να νοσηλευτεί ξανά στο νοσοκομείο. Έφυγε από τη ζωή στις 10 Νοεμβρίου 1891. Το 1895, ο Βερλαίν ανέλαβε επιμελητής έκδοσης του έργου του.

Προτομή του Ρεμπώ, που βρίσκεται στη πλατεία Ντε λα Γκαρ στο Σαρλβίλ

Για τον επίλογο του σημερινού αφιερώματος, επιλέξαμε να μοιραστούμε μαζί σας τρία αγαπημένα ποιήματά του…

”Οφηλία”

Πάνω σε κύματα ήρεμα όπου κοιμούνται αστέρια

Η Οφηλία η λευκή πλέει σαν τα μεγάλα κρίνα

Πλέει απαλά, πλαγιάζοντας πάνω στα ίδια της τα πέπλα.

Κι ακούγονται αλαλαγμοί μακριά μέσα σε άλση.

Πάνε χίλια τόσα χρόνια που η λυπημένη Οφηλία

Περνά, φάντασμα λευκό, πάνω σε μελανό ποτάμι

Πάνε χίλια τόσα χρόνια που η γλυκιά της τρέλα

Τραγούδι μουρμουρίζει στην βραδινή την αύρα

Ο άνεμος τα στήθη της φιλά, στεφάνι ξετυλίγει

Τα πέπλα τα μεγάλα της που τα
λικνίζουνε νερά νωχελικά

Οι τρέμουσες ιτιές στους ώμους της θρηνούνε

Στο ονειροπόλο της μέτωπο υποκλίνεται η καλαμιά

Και τσαλακωμένα νούφαρα γύρω αχολογούνε
Και να’τη που ξυπνά καμιά φορά μέσα
στο σκλήθρο που κοιμάται

Μία φωλιά απ’ όπου βγαίνουν ρίγη φτερωτά

Ένα μυστήριο τραγούδι πέφτει από τ’ άστρα τα χρυσά

Ω, Οφηλία ωχρή! Όμορφη σαν το χιόνι

Που πέθανες παιδί, παρμένη απ’ το ποτάμι

είναι γιατί οι άνεμοι που φύσαγαν απ’ της Νορβηγίας τα όρη

Σου μίλησαν ψιθυριστά για την στυφή ελευθερία

είναι γατί μια ανάσα που σου έστριψε την μακριά σου κόμη

Στο ονειροπόλο σου το νου έφερνε ανοίκειους ήχους

Και η καρδιά σου άκουγε της Φύσεως τους ύμνους

Μέσα στου δένδρου το παράπονο και σε αναστεναγμούς της νύχτας

είναι γιατί η φωνή των θαλασσών της τρέλας, με δύναμη βρυχάται

και το παιδικό σου στήθος, ανθρώπινο πολύ, γεμάτο γλύκα, έχει ραγίσει

είναι γιατί ένα απριλιάτικο πρωί, ένας ιππότης που έφερε της Ομορφιάς χλωμάδα

Ένας φτωχός τρελός, στα γόνατά σου έχει καθίσει
Ω, Ουρανέ, Αγάπη, Ελευθερία! Τι όνειρο φτωχή τρελή!

Για το χατίρι του έλιωσες όπως στη φωτιά το χιόνι

Τα μεγάλα σου οράματα τον λόγο σου έχουν πνίξει

Και το τρομακτικό το άπειρο στα γαλάζια μάτια σου

Τον φόβο έχει σπείρει!

Κι ο Ποιητής λέει ότι στο αστρικό το φέγγος
Έρχεσαι τα άνθη που έχεις κόψει να γυρέψεις
Και πως την Οφηλία τη λευκή την έχει
δει

Επάνω να ξαπλώνει στο νερό και να επιπλέει

Ίδια μεγάλος κρίνος

Μετάφραση: Ιωάννα Αβραμίδου

”Όνειρο για το χειμώνα”

Τον χειμώνα, θα ταξιδεύουμε μ’ένα μικρό ροζ βαγόνι,
μέσα στα μπλε μαξιλάρια του,
θα είμαστε μια χαρά,ευτυχισμένοι,
μια φωλίτσα γεμάτη από τρελά φιλιά και χάδια,
θα είναι κάθε απαλή, τρυφερή του γωνία.

Θα κλείνεις τα μάτια σου,
να μη βλέπεις τίποτα έξω από το παράθυρο,
θα παίζεις με τις σκιές μέσα σου,
θα κάνεις γκριμάτσες και φιγούρες,
στις απειλές από τέρατα,
αυτόν τον χαμερπή, πανάσχημο, βρώμικο κόσμο,
γεμάτο εκτρώματα,
των μαύρων δαιμόνων,των μαύρων λύκων.

Μετά, στη συνέχεια,θα αισθανθείς κάτι,
κάτι να τρέχει στο ζεστό σου μάγουλο,
σαν μια μικρή γρατζουνιά που καίει,
ένα φιλάκι τοσοδούλικο,σαν μια τρελή αράχνη,
θα χαϊδεύει,θα τρέχει στο λαιμό σου.

Θα μου λες ”ψάξε,ψάξε κι’άλλο
κουνώντας το κεφάλι σου,
και θα πάρουμε τον χρόνο μας
να βρούμε μαζί αυτό το θηρίο,
που ταξιδεύει μαζί μας,
τόσο πολύ του αρέσει να ταξιδεύει…

Ελεύθερη μετάφραση: Γιάννης Κουκάκης

”Αίσθησις”

Στο μπλε των δειλινών του καλοκαιριού, θα γυρίσω τα μονοπάτια,

τσιμπημένος απ’ τ’ αυτιά του σιταριού, πατώντας στο χορτάρι:

Ονειροπόλος, θ’ ατενίζω, καθώς θα νιώθω την δροσιά στα πόδια μου.

Θ’ αφήσω τον άνεμο να λούσει το γυμνό μου κεφάλι.

Δεν θα μιλώ, δεν θα σκέφτομαι τίποτα:

αλλά ο απέραντος έρωτας θα ξεσηκώσει την ψυχή μου,

και θα ξεμακραίνω, όλο και πιο μακριά, σαν τσιγγάνος,

μέσα στην Φύση,- ευτυχισμένος σαν να’ χα ένα κορίτσι.

Μετάφραση: Κωνσταντίνος Καραγιαννόπουλος

Τα ποιήματα του μεταφράζονται ξανά από το Βασίλη Πατσογιάννη και κυκλοφορούν από τις εκδόσεις “Πλέθρον“.

Πηγές φωτογραφιών: Charleville sedan tourisme | Alamy | The Brussels Times | Marie Claire | BBC | Πρωτοπορία | Evripidis bookstore | Κάπα εκδοτική | Liberation | Focus portal cultural | Δεβελιάδη Άρτεμις | Abardel free | Wikimedia commons

Εξώφυλλο: Ardennes

Πριν φύγετε ρίξτε μια ματιά

Δημήτρης Μιχαλέτος: ''H φαντασία δίνει στον συγγραφέα μια απεριόριστη ελευθερία που του επιτρέπει να...
Τίνα Αλεξοπούλου: '' H ορμέμφυτη δύναμη της καλλιτεχνικής έκφρασης είναι πιο μεγάλη από τα εμπόδια''
Ηθοποιοί στέλνουν το δικό τους μήνυμα για την παγκόσμια ημέρα θεάτρου
Χριστίνα Μαραγκάκη: "Είμαστε μια γενιά που αρέσκεται στην ευκολία της επιφανειακότητας των social me...
''Gotham'': Η σειρά που πρέπει να δει κάθε φαν του Batman
Το ''Μινόρε'' καταφτάνει στις ελληνικές κινηματογραφικές αίθουσες
Φανή Οιχαλιώτη: "Μου αρέσει να δημιουργώ καινούριες ιστορίες για να δραπετεύσω από την καθημερινότητ...
Σοφία Στυλιανού: "Στο θέατρο μπορώ να ονειρεύομαι, να αλλάζω και να τολμώ διαρκώς"
Γεωργία Κρίκη: "Οι σκέψεις μου είναι μόνο εικόνες. Σκέφτομαι με εικόνες και όχι με λέξεις"
Eυτυχία Μαρτινίδου: ''Τα όνειρα, οι ιδέες και η ελπίδα αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της ουσίας και ...