Δεν είχε κανένα άγχος για τη συναυλία του στη Νέα Υόρκη ο Χρήστος. Κι ας έκανε για πρώτη του φορά ένα τόσο μεγάλο ταξίδι. Κανένα. Όλα ήταν άψογα κανονισμένα. Ο Γρηγόρης εκεί είχε φροντίσει και την παραμικρή λεπτομέρεια: τα εισιτήρια, τη διαμονή, τη διαφήμιση της συναυλίας. Ο Πάρις, είχε γράψει ένα νέο τραγούδι αφιερωμένο στους ξενιτεμένους κι η Σταυρούλα «δούλευε» ακόμα πιο πολύ τη δουλεμένη φωνή της. Το μόνο του άγχος ήταν το μπουζούκι του και το πώς θα ταξιδέψει αυτό ως εκεί!
Βέβαια, το μπουζούκι του είχε ήδη «ταξιδέψει» στα χέρια του Καρβούνη. Στο μικρό μαγαζί του στη Νίκαια – δυο βήματα απ’ το λιμάνι- που μόνο με τον κήπο της Εδέμ θα μπορούσε να συγκριθεί, ο Καρβούνης κατασκευάζει μουσικά όργανα, μπουζούκια, κιθάρες, τζουράδες και μπαγλαμάδες και τα κρεμάει σα σταφύλια από το ταβάνι. Έχει και μια ξύλινη σκαλίτσα που πιθανά βγάζει κατευθείαν στον Παράδεισο. Εκεί μέσα, ξεκίνησε ο άνθρωπος αυτός και το μπουζούκι του Χρήστου, από τα σκαριά, σα συριανός ναυπηγός του Νεωρίου έστησε το καλούπι του και την καμπυλωτή καρίνα του, το ματσακόνισε, του πέρασε με υπομονή το λούστρο και τέλος, τού κέντησε τις πλουμιστές περικοκλάδες με ταρταρούγα. Τού τραγουδούσε από το πρώτο λεπτό που το έπιασε στα χέρια του ο μάστορας, σα να μελετούσε τη μοίρα του όργανου. Είναι ο πλάστης του κι ο νονός του. Τώρα, έπρεπε να του κάνει το βάπτισμα, να το βγάλει στη κοινωνία, να ζήσει την αληθινή ζωή. Έτσι, το πήρε στα χέρια του ο Χρήστος.
Αυτό που τον έκανε ανήσυχο, ήταν το πού θα τοποθετούσε το όργανο κατά τη διάρκεια της πτήσης. Έτρεμε στην ιδέα μήπως του το πετάξουν άτσαλα στο θάλαμο των αποσκευών, μαζί με πέδιλα του σκι, καταδυτικό εξοπλισμό ή μπαστούνια του γκολφ. Σκεφτόταν πάλι ότι οι αλλαγές θερμοκρασίες ίσως προκαλέσουν βλάβη στο ξύλο ή στις χορδές του. Άλλοι έλεγαν πως πρέπει να κλείσει στο όνομά του και να πληρώσει ακόμα μια θέση επιβάτη για να τοποθετήσει το όργανο. Αν πάλι ήθελε να το βολέψει στο ντουλάπι πάνω από τα κεφάλι του στην καμπίνα του αεροπλάνου, έπρεπε να πληροί κάποιες συγκεκριμένες διαστάσεις, τόσο ύψος, τόσο πλάτος, τόσο μήκος. Εκείνος, ήθελε να το έχει συνέχεια υπό την προστασία του σα μικρό παιδί. Συμβουλεύτηκε τους γνωστούς του, μίλησε με τις αεροπορικές εταιρείες, έτρεξε, ρώτησε. Το μπουζούκι του, έπρεπε να πάει στο Νιού Γιορκ και να επιστρέψει στην αυλή του σπιτιού του, σώο και αβλαβές!
Απρίλης μήνας ήτανε κι είχε μέρες τώρα μελετήσει τα ρούχα που θα έπαιρνε μαζί του. Τα πράγματά του ήταν έτοιμα. Εισιτήρια, βίζα, συνάλλαγμα, όλα φυλαγμένα στο συρτάρι. Μερικές μέρες πριν την αναχώρηση, ο Χρήστος παίζει και ξαναπαίζει τα κομμάτια. Πρέπει να μη κομπιάζει πουθενά το παίξιμο. Σα γάργαρο νερό να κυλάνε τα δάχτυλά του πάνω στις χορδές με μαεστρία και γλύκα. Βαθιά μεσάνυχτα αν περνούσες έξω από το παράθυρό του, θα έβλεπες το φως αναμμένο. Του είχαν πει, ότι όταν οι ‘Έλληνες εκεί ακούν μπουζούκι απ’ τη πατρίδα, κλαίνε. Θα κατάφερνε να τους συγκινήσει άραγε;
Τη μέρα του ταξιδιού του, ο καιρός στη Νέα Υόρκη ήταν μελαγχολικός. Την ώρα της προσγείωσης και μετά από τόσες ώρες στο κάθισμα, αντίκρισε τον ποταμό Χάντσον που αγκάλιαζε το Μανχάταν και μια μεγάλη πράσινη λωρίδα κατά μήκος, το Central park. Αντίκρισε και τους ουρανοξύστες από πάνω που φάνταζαν σα χοντρές οδοντογλυφίδες καρφωμένες στο έδαφος. Τέτοιο τόπο δεν είχε ξαναδεί!
Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι του εκεί, ο Χρήστος ζούσε μια άλλη πραγματικότητα, σα να είχε μεταφερθεί σε άλλο πλανήτη, σαν να είχε διακτινιστεί σε άλλη εποχή. Τα πάντα εκεί, είναι τόσο μεγάλα! Και πολλά. Όλα κινούνται σε τεράστιο πλάτος και ύψος, όλοι καθοδηγούνται από ταμπέλες neon η μια πάνω στην άλλη, τρένα, γέφυρες, άνθρωποι, κτίρια, πάρκα, εμπορικά κέντρα, τετράγωνα όσο μια συνοικία το καθένα , φανάρια, διαβάσεις πεζών και λωρίδες λεωφορείων. Δεν ήξερε κατά πού να κινήσει μέσα στην απεραντοσύνη και την ανωνυμία αυτής της πόλης . Νόμιζε πως τον παρατηρούσε παντού ένα μεγάλο μάτι. Αν ήταν να χαθεί, ας χανόταν. Είχε στη πλάτη το μπουζούκι του κι αυτό ήταν μεγάλη δύναμη. Αυτή την ίδια σκέψη είχαν κάνει τόσοι Έλληνες βιρτουόζοι του μπουζουκιού, που είχαν έρθει ως εδώ να δοκιμάσουν την τύχη τους ακόμα και με δανεικό μπουζούκι. Εδώ, στη μεγαλύτερη μητρόπολη του κόσμου και στην Αστόρια, την πιο ελληνική περιοχή της Νέας Υόρκης, ζουν οι Έλληνες που μέσα από τις ενορίες και τους πολιτιστικούς συλλόγους τους, προσπαθούν να παραμείνουν Έλληνες, τιμώντας όσο μπορούν τα έθιμα και τις επετείους της πατρίδας τους, διδάσκοντας τα παιδιά τους την αγάπη για τη γενέτειρά τους και κρατώντας τις οικογένειές τους δεμένες διασκεδάζοντας αλά ελληνικά! Ξέρουν ότι τίποτα δεν είναι το ίδιο μακριά από την πατρίδα. Όλα είναι μια προσομοίωση. Η Ελλάδα έχει αλλάξει. Κι εκείνοι το ίδιο.
Ήταν μια ξεχωριστή Κυριακή για τους ομογενείς. Η ορχήστρα είχε πάρει τη θέση της στο πάλκο μιας μεγάλης, λιτής αίθουσας στην Αρχιεπισκοπή. Κόσμος μπαινόβγαινε στην αίθουσα, οικογένειες και φίλοι καλοντυμένοι, όλοι τους μιλούσαν τα ελληνικά με κάποιους τονισμούς και διαλέκτους από την ιδιαίτερη πατρίδα τους. Ο Χρήστος, κούρδιζε το μπουζούκι του όσο ο κόσμος κοιτούσε την ορχήστρα διερευνητικά, το χάιδευε, θα τα κατάφερναν σκεφτόταν, τόσα και τόσα είχαν περάσει οι δυο τους! Οι πρόλογοι ολοκληρώθηκαν, οι συστάσεις έγιναν, τα φώτα χαμήλωσαν, τα δάχτυλα μπήκαν στη θέση τους, τρεμάμενα στην αρχή και σίγουρα λίγο αργότερα κι άρχισαν να κάνουν αυτό που ήξεραν τόσο καλά.
«Άντε ξενιτιά πλανεύτρα, μάγισσα και καρδιοκλέφτρα ..» ξεκινά το τραγούδι η Σταυρούλα και κάθε μία λέξη πέφτει στη ψυχή τους βαριά σα το τσιμέντο τούτης της πόλης. Με το πρώτο τραγούδι, η αίθουσα θαρρείς μετατράπηκε σε αίθουσα δικαστηρίου. Στο πάλκο, κάθονται παραταγμένοι οι «δικαστές» και όλο το ακροατήριο κάθεται απέναντι στο «εδώλιο». Τα μάτια που τους κοιτάνε με συγκίνηση, είναι αυτά τα ίδια μάτια που είχαν κλάψει αφήνοντας κάποτε τον τόπο τους και ξεριζώνοντας την ψυχή τους. Είχαν γεμίσει μια καρό βαλίτσα με τα απαραίτητα, πήραν λεωφορεία και τρένα, έφτασαν στο λιμάνι και σάλπαραν για την «Αμέρικα». Στοιβαγμένοι συχνά σε καράβια, ως εργάτες ή νύφες, έφυγαν από την κουζίνα του πατρικού τους και χώθηκαν στις κουζίνες των εστιατορίων της Αστόρια. Εκεί, το ψωμί ήταν πικρό. Έγιναν οι Έλληνες της Διασποράς. Σαν Εθνικός Κήρυξ, ο καθένας τους χωριστά μιλά για την πατρίδα του, προσπαθεί με νύχια και με δόντια να διατηρήσει το ελληνικό, γαλάζιο χρώμα ζωντανό. Κι όταν ξεθωριάζει, με γιορτές, τραγούδι και χορό το ξαναζωντανεύουν. Δεκάδες χρόνια αυτή η ίδια ιστορία επαναλαμβάνεται. Δεν κουράζονται να πέφτουν και να ξανασηκώνονται γιατί έχουν ένα κάρβουνο αναμμένο μέσα στη ψυχή τους που κρατάει τούτη τη φλόγα ζωντανή. Λέγεται επιστροφή. Μα οι δικαστές σήμερα είναι ανελέητοι. Με το «Μαλαματένια λόγια» και το «Όνειρο απατηλό» άρχισε η προσωπική απολογία: Είχαν πάρει τη σωστή απόφαση να φύγουν τότε από την Πατρίδα, τα είχαν καταφέρει εκεί στη ξενιτιά ή όχι, παρέμειναν για να έχουν μια καλύτερη τύχη τα παιδιά τους ή για έναν εγωισμό μη γυρίσουν διαφορετικοί, μήπως δε τους περιμένει κανείς καν να γυρίσουν, μήπως δεν τους αναγνωρίσουν οι χωριανοί στην πλατεία; Μα ένας αόρατος συνήγορος ρωτάει : Κι η πατρίδα; Τι είχε κάνει για μας η πατρίδα; Μήπως μας είχε εκείνη λησμονήσει πρώτη; Με το «Φεγγάρι μάγια μου ΄κανες» χώθηκαν όλοι πιο βαθειά στις μνήμες τους, ξέθαψαν όποιον είχαν αφήσει πίσω, γονείς, αδέλφια, φίλο, αρραβωνιάρες… «Αναθέμα σε ξενιτειά», σιγοψιθυρίζουν και κλείνει πάλι αυτή η απολογία. Ελευθερώνονται θαρρείς απ’ το κελί, πετούν με τα μάτια της ψυχής μακριά, έχουν φτάσει όλοι μαζί παρέα και κάθονται σ’ ένα γνώριμο σοκάκι που φυσάει το αεράκι και τρέμει από πάνω η βουκαμβίλια όπως έτρεμε η ψυχή τους την πρώτη μέρα στα ξένα. Γλυκό ψωμί ή δηλητήριο έτρωγαν όλα τούτα τα χρόνια; Η ετυμηγορία θα φανερωθεί στο τέρμα της ζωής του καθενός.
Στο τέλος της συναυλίας, ο Χρήστος μάζεψε το μπουζούκι και τις παρτιτούρες του όπως ο Εισαγγελέας τα χαρτιά του και αποχώρησε από την αίθουσα. Τα ανακατωμένα με τα δολάρια καλώδια, ήταν μια μπερδεμένη ιστορία και χωρίς ιδιαίτερη αξία. Τα μάτια του είχαν γεμίσει με πλήθος εικόνες που ήταν σα να δούλευε εκεί χρόνια. Κάθε φορά που ξεκινούσε ένα τραγούδι, μια ιστορία γραφόταν στα πρόσωπα των ανθρώπων απέναντί του. Σε κάθε χειροκρότημα δεν ξεχώριζε αν έπρεπε να χαρεί ή να λυπηθεί. Το κοινό αυτό δεν ήταν συνηθισμένο κοινό. Ίσως να έκανε κάποιους να δακρύσουν, η δική του η ψυχή όμως σίγουρα δάκρυσε. Η αξία ήταν ότι το μπουζούκι είχε κάνει σωστά τη δουλειά του, είχε καταγράψει στις χορδές του όλες τις ανείπωτες ιστορίες των ανθρώπων στην Αστόρια. Η μουσική κάνει τους ανθρώπους να ταξιδεύουν κι ας μη σηκωθούν λεπτό απ’ τη καρέκλα τους. Κι εκείνος μέτοικος ήταν. Η αγάπη για τη μουσική και το μπουζούκι σε οδηγεί σε μιαν άλλη πραγματικότητα, σε ένα μουσικό ταξίδι παντοτινό και δίχως επιστροφή. Σα Σειρήνα επιτρέπεις στη γλύκα του μπουζουκιού να σε έχει σκλάβο, όποια άλλη δουλειά κι αν κάνεις είναι κοινή και φτωχή μπροστά στο μεγαλείο να φτιάχνεις μουσικές και να τις μοιράζεσαι. Τώρα, δεν έβλεπε την ώρα να ταξιδέψει πίσω στη πατρίδα του. Κάποιοι του είπαν ότι ήταν πολύ τυχερός!
Ένα βράδυ, μερικές μέρες αργότερα, την ώρα που σκάρωνε ένα τραγούδι στην αυλή του που μοσχοβολούσε γιασεμί, χτύπησε το τηλέφωνό του. Ήταν ο Καρβούνης.
– Sir Vidi, θα έρθεις αύριο απ’ το μαγαζί να δοκιμάσεις ένα μπουζούκι που έφτιαξα για Αυστραλία; τον ρώτησε.
– Θα’ ρθω! απάντησε…
Πριν φύγετε ρίξτε μια ματιά
Η Χαρούλα Τσάλιου ζει για το ταξίδι και κυρίως το να μιλά γι’ αυτό με κάθε μέσο. Εργάστηκε για 25 χρόνια με αντικείμενο την Οργάνωση επιχειρήσεων, ειδικότερα στο χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Είναι λάτρης της δια βίου μάθησης και της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. ‘Έχει έτσι ολοκληρώσει σπουδές με ποικίλα αντικείμενα: Ευρωπαϊκό Πολιτισμό, Τουριστικά, Ψυχολογία, Αθλητικό Μάρκετινγκ, Ιστορία της Τέχνης κ.ά. Το 2000, διακρίθηκε σε διαγωνισμό διηγήματος των Εκδόσεων Καστανιώτη. Σήμερα, παρακολουθεί Μεταπτυχιακό με αντικείμενο τη Δημιουργική γραφή. Αγαπά την Πυγμαχία και εργάζεται σε Boxing Club στην Αθήνα.