HOME EXCHANGE: Ρετιρέ στο Παρίσι

Ποια είμαι εγώ, για να μιλήσω για το Παρίσι; Ούτε εικαστικός καλλιτέχνης είμαι, ούτε ξεναγός. Ποιά θέση να πάρω για τους δέκα χιλιάδες τόνους βάρος του Πύργου του Άιφελ; Τί να πω για τις Βερσαλλίες και την επιθυμία μου να τρέξω σαν τα μοντέλα του Dior στους κήπους; Πώς να εκφραστώ για τις ουρές έξω από το Λούβρο, για την Αφροδίτη της Μήλου αλλά και για τους καλεσμένους στο Γάμο στη Κανά του Βερονέζε; Πώς να τολμήσω να πω Καλημέρα στον κύριο Κουρμπέ; Πώς να διακόψω τη σκέψη του κυρίου Ροντέν! Όλα αυτά τα αξιοθαύμαστα, δε τα πιάνω στο στόμα μου. Εγώ μιλάω μόνο για το ταξίδι! Τα υπόλοιπα τα αφήνω στους ειδικούς.

Ακόμα και σήμερα, δέκα χρόνια μετά, βρίσκω εξαιρετική την απόφαση μου να ανταλλάξω το μικρό, παλιό εξοχικό μου στην Ελλάδα με ένα διαμέρισμα στο 6ο Arrondissment του Παρισιού. Δε ξέρω πώς ακούγεται αυτό, αλλά για μένα ήταν θαρραλέο και όπως για όλα τα θαρραλέα πράγματα στη ζωή μου, δε μετάνιωσα ποτέ. Ακόμα τρία θηλυκά, η Μαιρούλα, το Σιλί και το Μαρουλάκι, κατεβήκανε μαζί μου από το shuttle bus του αεροδρομίου στο δρόμο μιας γειτονιάς, ακριβώς μπροστά στην είσοδο μιας πολυκατοικίας, η οποία στο ισόγειο φιλοξενούσε ένα μικρό φούρνο και μοσχοβολούσε όλη η γειτονιά πρωινά γαλλικά κρουασάν. Ήταν Οκτώβριος του 2011.

Είχα αρκετό άγχος για το αν η διεύθυνση ήταν η σωστή γιατί, αν δεν ήταν εκεί το σπίτι που θα ζούσαμε τέσσερεις μέρες, πού θα ήτανε; Το Παρίσι ήταν για μας μια τεράστια και άγνωστη πόλη. Τώρα, έπρεπε να χτυπήσουμε το σωστό κουδούνι. Aνασκουμπωθήκαμε, ανέλαβε η καθεμία τα μπαγκάζια της – όσα περισσότερα μπορεί να κουβαλήσει μια γυναίκα για τέσσερις μέρες στο Παρίσι – και σταθήκαμε όλες μπρος πίσω στα σκαλιά, κοιτώντας γεμάτες αγωνία το ταμπλό με τα κουδούνια. Κανένα δεν είχε όνομα! Να γράφει ξεκάθαρα: «Φλοράνς κάτι». Όλα είχαν γράμματα και νούμερα. Χλώμιασα. Κουδούνι με Φλοράνς δεν υπήρχε. Βγήκαν ο φόβος και ο τρόμος στην επιφάνεια. Nα δεις που είναι απάτη!

Η κυρία αυτή, με το αριστοκρατικό, κλασικό όνομα, με την οποία είχαμε συμφωνήσει να ανταλλάξουμε τα σπίτια μας για λίγες μέρες διακοπών, δεν ήταν αληθινή! «Πού πάω και μπλέκω;», έστησα αμέσως τον εαυτό μου στο τοίχο. «Γιατί δεν έκανα κράτηση σε ένα ξενοδοχείο να ξεμπερδεύουμε; Πώς είχα καταλήξει σε μια τόσο τολμηρή απόφαση, να μείνουμε δηλαδή στο σπίτι μιας εντελώς ξένης γυναίκας; Τη γνώριζα από χθες; Επικοινώνησα μαζί της μόνο μέσω μιας ιστοσελίδας και είδα μερικές φωτογραφίες από το σπίτι της το οποίο πρόσφερε για ανταλλαγή και εγώ δέχτηκα να της δώσω το δικό μου! «Γιατί δε καθόμουν στα αυγά μου;», όπως έλεγαν οι φίλοι μου. «Από πού την ξέρεις εσύ αυτή τη Γαλλίδα; αν το σπίτι είναι βρώμικο τι θα κάνετε; Θα παραπονεθείς στη Διεύθυνση; Αν δεν έχει καθαρές κουβέρτες; Αν δεν έχει θέρμανση; Το κρεβάτι της, τα μαξιλάρια της θα είναι καθαρά; Θα είστε ασφαλείς; Κι αν μπει κανείς με άλλα κλειδιά και σας κλέψει; Αν σας κάνουν κακό;». Δεν είχα απαντήσεις να δώσω γιατί η τόλμη δε μιλά. Μόνο αισθάνεται. Ο άνθρωπος που θέλει να ταξιδέψει, δε σκέφτεται. Για μένα το ταξίδι είναι οι άνθρωποι που θα συναντήσω, το τραπέζι που τρώνε, οι φωτογραφίες στα ράφια τους, το γλαστράκι στο παράθυρο πάνω από το νεροχύτη, τα βιβλία που διαβάζουν. Για μένα, ταξίδι είναι η καθημερινότητα τους. Αυτή θέλω να ζήσω.

 Κήποι των Βερσαλλιών

Άρχισα να ανακτώ την εμπιστοσύνη στον εαυτό μου. Ένας ηλικιωμένος κύριος, στάθηκε κοντά μας και μιλώντας εκείνος γαλλικά κι εμείς ελληνοαγγλικά, βγάλαμε άκρη. Τα κουδούνια είχαν αριθμό διαμερίσματος όχι ονοματεπώνυμο. Και ναι! Το είχα κι αυτό το στοιχείο. Χτυπήσαμε το 11Β2 και μας άνοιξαν! Την ίδια κωδικοποίηση είχαν και τα μπουτόν των ορόφων στο ασανσέρ. Χωθήκαμε όλες γρήγορα μέσα, αγκαλιά με τις χρωματιστές βαλίτσες μας λες και προλάβαμε στο τσακ το τρένο που σφύριζε. Είχαμε ανέβει στο τελευταίο, το 10ο πάτωμα και βγαίνοντας ακούσαμε μια φωνή από τον ουρανό να λέει: up up! Κοιταχτήκαμε με αμηχανία και δίχως πολλές κουβέντες, ανεβήκαμε η μια πίσω από την άλλη τη στενή, στριφτή σκάλα.

Η κα Φλοράνς, μια αδύνατη και σβέλτη γυναίκα κοντά στα 65, μας περίμενε μπροστά στη πόρτα του διαμερίσματος της, με ανοιχτές αγκάλες. Χώθηκα πρώτη με ανακούφιση στην αγκαλιά της σα να ήθελα να της πω : «Σε ευχαριστώ φίλη μου που δε πρόδωσες τα ταξιδιωτικά μας όνειρα» και στη συνέχεια κι οι υπόλοιπες. Μπήκαμε στο σπίτι της, ένα ζεστό, μικρό, διαμέρισμα. Πολύ γρήγορα μας έδειξε τα κατατόπια: «έτσι ανάβει η θέρμανση –να την έχετε ανοιχτή όλη νύχτα», είπε, «κάνει κρύο εδώ δεν είναι Αθήνα»-. Το ψυγείο με τα απαραίτητα για πρωινό, πετσέτες, παπλώματα, κρεμάστρες, όλα τα ανέφερε, πήρε τη βαλίτσα της και κατευθύνθηκε στην πόρτα. «Όταν φύγετε», είπε, «τα κλειδιά θα τα ρίξετε μέσα στο γραμματοκιβώτιο μου στην είσοδο της πολυκατοικίας. «Κάτω, έδειξε το πάτωμα βγαίνοντας, μένει η φίλη μου Σιμόν, να της μιλήσετε». Έπρεπε να προλάβει το αεροπλάνο! Θα πήγαινε στην Ινδία για meditation. Στην Ελλάδα θα ερχόταν μήνα Μάιο με μια ελληνίδα φίλη της. Με αγκάλιασε ξανά και βγήκε.

Όταν έκλεισε η πόρτα του ξένου σπιτιού με μας μέσα, νιώσαμε τουλάχιστον αμηχανία. Σαν τα παιδάκια πρώτη μέρα στο νηπιαγωγείο, πιάσαμε από μια καρέκλα. Μείναμε και οι τέσσερεις ακίνητες, λες και υπήρχε μια κάμερα και μας βιντεοσκοπούσε. Δειλά δειλά κι όταν είχαμε πιστέψει ότι η Φλορανς είχε πάρει το δρόμο προς το αεροδρόμιο και δε θα ξανάμπαινε σα χείμαρρος μέσα στο σπίτι να μας ζητήσει τα ρέστα, αρχίσαμε την «έρευνα» ακριβώς σαν ελληνίδες πεθερές. Η μία, σύροντας το δάχτυλο, δοκίμασε αν υπάρχει σκόνη στο τραπέζι, άλλη πήγε ως το νεροχύτη να ελέγξει την κατάσταση, άλλη στο μπάνιο και στο καπάκι της λεκάνης, στα σεντόνια, στο πάτωμα. Όλες επιστρέψαμε με ένα βλέμμα ικανοποίησης. Η Φλοράνς είχε περάσει τις εξετάσεις!

Οι άχρηστες αυτές διαπιστώσεις παραμερίστηκαν τη στιγμή που η μια δίπλα στην άλλη, σα θεατές στον κινηματογράφο, τραβήξαμε την κουρτίνα της μπαλκονόπορτας για να ανακαλύψουμε ότι τα τρίτα τέταρτα του Πύργο του Άιφελ όχι μόνο ήταν ορατά αλλά και αρκετά κοντά από αυτό το μπαλκόνι. Κοιταχτήκαμε και αγκαλιστήκαμε ευτυχισμένες. Στο γραφείο της, δίπλα από ένα πάκο με χαρτιά, η Φλορανς είχε αφήσει χάρτες του Παρισιού, δρομολόγια τρένων, εκπτωτικά κουπόνια για την έκθεση του Εντβαρτν Μούνκ στο Κέντρο Πομπιντού, κάρτες εστιατορίων στη γειτονιά και πολλά άλλα.

Για το καλωσόρισμά μας, είχε αφήσει μέσα σε μια πορσελάνινη πιατέλα με χρυσό περίγραμμα και μωβ ανθάκια, ένα κομμάτι γαλλικό τυρί formage και ένα μπουκάλι Cabernet Sauvignon και τέσσερα ψιλά ποτήρια. Όταν δοκιμάσαμε το τυρί σα γνήσιες Παριζιάνες και κατεβάσαμε το Cabernet στην υγειά της Φλοράνς σα γνήσιες Ελληνίδες, ήμασταν πια έτοιμες να βγούμε χωρίς φόβο αλλά με πολύ πάθος στους δρόμους του Παρισιού!

The Center Pompidou, Paris. Έκθεση ζωγραφικής Edvard Munch.

ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ…