Tο υπνοδωμάτιο στην Άιρλαντ

Ποτέ δε κατάλαβα το βιβλίο Ulysses/Οδυσσέας του James Joyce και ας το έβγαζα φωτογραφίες σε όποια βιτρίνα βιβλιοπωλείου το πετύχαινα τις λίγες ημέρες που ήμουν στο Δουβλίνο.  Το είχα σε μεγάλη εκτίμηση αυτό το βιβλίο,  λόγω του τίτλου του αρχικά αλλά και λόγω του λογοτεχνικού πειραματισμού του.  Με συνόδευε στα ταξίδια μου, ακόμα κι όταν  όφειλα να μεταφέρω  μόνο το μικρό βαλιτσάκι που δικαιολογούσε  το οικονομικό  αεροπορικό  μου εισιτήριο.  Το τοποθετούσα σε ξεχωριστό καλαθάκι κατά τον έλεγχο των αποσκευών, λες και έπρεπε να ερευνηθεί ιδιαίτερα και σα να έκρυβε κάτι τόσο καλά, που  ούτε ο εκπαιδευμένος υπάλληλος που το παρατηρούσε από την οθόνη καθώς κυλούσε πάνω στον ιμάντα, δε μπορούσε να εντοπίσει. Το  άρπαζα στη συνέχεια μαζί με το μπουφάν μου, το παρατούσα επιτηδευμένα στο διπλανό κάθισμα της αίθουσας αναμονής ελπίζοντας να το προσέξει κάποιος και να σηκώσει το βλέμμα του να μου ρίξει μια ανιχνευτική ματιά.  Ωστόσο, γνώριζα την αδυναμία μου να κατανοήσω τις πλεξούδες από λέξεις και από έννοιες του βιβλίου αυτού αλλά και των υπόλοιπων του Τζόις, που οι δόλιοι μεταφραστές,  για να τις ξεπλέξουν και να τις πλέξουν για να βγαίνει νόημα, πρέπει, εκτός από γνώσεις, να έχουν αριστεύσει στη συστηματική δοκιμή δεκάδων ετικετών μπύρας στη περιοχή Temple Bar και περιχώρων. Στον Οδυσσέα, ο Τζόις συρρικνώνει τις περιπέτειες της Οδύσσειας σε μια και μόνο μέρα, βάζοντας τον ήρωα του Λεοπόλδο Μπλούμ, να περιπλανιέται και να  στήνει ατέλειωτους εσωτερικούς μονολόγους.  Η μέρα που συμβαίνουν όλα αυτά,  είναι  η 16η Ιουνίου 1904. Η μέρα  που έφτασα  εγώ στο Ντάααμπλιν,  ήταν η 16η Ιουνίου 2017.

Προσγειώθηκα το απόγευμα και πήρα το λεωφορείο για το κέντρο. Είχα προγραμματίσει να μείνω στο δωμάτιο ενός σπιτιού Airbnb,  άριστες κριτικές έχει σκέφτηκα, κάποια Irene με το σύζυγό της μένουν, ωραίο όνομα, θυμίζει Ελλάδα κι έτσι το διάλεξα. Ωστόσο, μου πήρε ώρες  για να φτάσω στην άλλη άκρη της πόλης –πάντα υποτιμούσα τις αποστάσεις- και όταν εκείνοι που ζητούσα οδηγίες κουνούσαν τη παλάμη τους δείχνοντας τον μακρύ πηγαιμό μου, εγώ δεν τους πίστευα. Διέσχισα διασταυρώσεις, ολόκληρα τετράγωνα με κτίρια  χτισμένα από κόκκινο τούβλο.  Ανεβοκατέβηκα δυο τρεις τσιμεντένιες γέφυρες στημένες τον περασμένο αιώνα. Είδα τρένα γεμάτα κόσμο και ζωγραφισμένα με ακαταλαβίστικα graffiti, να πηγαινοέρχονται και να στριγκλίζουν πάνω στις ράγες.  Πέρασα  έξω από ένα νεκροταφείο κι αντίκρισα τα βρύα που είχαν αγκαλιάσει τις ξεχασμένες επιτύμβιες στήλες, πεσμένες εδώ κι εκεί κι ανάσκελα, σα τους νεκρούς τους από κάτω. Διάβασα συλλαβιστά κάμποσα ονόματα: O’ Conore,  O’ Brien, O’ Sullivan  κι ήμουν μάλλον αρκετά κουρασμένη όταν άρχισε να  σουρουπώνει, τα φανάρια αναβόσβηναν και τα έβλεπα θαμπά, οι άνθρωποι περνούσαν τις διαβάσεις και κατευθύνονταν με σιγουριά προς τον προορισμό τους, σε αντίθεση με μένα που δεν ήξερα κατά πού πέφτει το σπίτι της Ειρηνούλας.

Οι διάσημες και μη μπυραρίες που προσπερνούσα ήταν φίσκα από θαμώνες που συζητούσαν μεγαλόφωνα, περιγραφικά, τολμηρά, ενώ πηγαινοέρχονταν πάνω απ΄ τα κεφάλια τους μεγάλα ποτήρια μπύρα από τις σερβιτόρες κι ακουγόταν από μέσα ένα βιολί παιχνιδιάρικο και χορευτικό  θαρρείς πως έφτανε απευθείας από την ιρλανδική εξοχή. Τα  πουλιά πετούσαν χαμηλά κι αντιλήφθηκα πως άρχισε να ψιχαλίζει. Κοντοστάθηκα έξω από μια παμπ. Γύρω από ένα βαρέλι κάθονταν όρθιοι τέσσερεις Ιρλανδοί που γελούσαν και είχαν τα μεγάλα ποτήρια τους σφιχτά μαγκωμένα στην παλάμη τους μη τους φύγουν.  Όταν τους πλησίασα, κρατούσα με το ένα μου  χέρι το σακβουαγιάζ, με τον αγκώνα μου είχα αιχμαλωτίσει την ομπρέλα που πηγαινοερχόταν  απειλητικά πάνω από τα κεφάλια μας ενώ με το άλλο χέρι τοποθέτησα το χάρτη μου στο βαρέλι, πάνω σε μπόλικες σταγόνες Guinness.  Πολύ είχα υποτιμήσει τη χρησιμότητα του GPS, το παραδέχομαι. Ακούμπησα το δάχτυλο σε ένα σημείο του χάρτη σα στρατηγός και αφού απάντησα στους στρατιώτες μου σε καμιά δεκαριά ερωτήσεις για την Ελλάδα,  τσούγκρισαν στην υγειά μου κι έπεσαν πάλι με τα μούτρα πάνω στο μισομουσκεμένο χάρτη. Εκεί, άρχισαν να διαφωνούν έντονα για τη διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσω και, δε ξέρω αν ήταν τύφλα και διαφωνούσαν, τελικά με έστειλαν στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα. 

Πήρα το δρόμο που αποφάσισε το κουρασμένο μυαλό μου και ενώ περπάτησα πέρα δώθε μια γέφυρα γιατί είχα κάνει λάθος στην αρίθμηση των κτιρίων κι ενώ η βροχή σταμάτησε και καταχώνιασα την ομπρέλα  νωπή στη τσάντα κι ενώ κόντευε εννιάμισι και οι άνθρωποι θα ανησυχούσαν ίσως για το πού ήμουν,  ένα παράξενο, θεϊκό, κέλτικο γαλάζιο, κατέβηκε από τον ουρανό και με οδήγησε στο Silicon Docks όπου αντίκρισα επιτέλους το Grand Canal Hotel, το σημείο συνάντησης με την  κοπέλα, η οποία περίμενε εκεί ώρα τώρα εμένα ή το τηλεφώνημά μου, με αγκάλιασε, με έβαλε κάτω από την ομπρέλα της και με οδήγησε στην πολυκατοικία.

Μπήκε πρώτη στο διαμέρισμα φωνάζοντας ΄Ανγκους!  σηκώθηκε ο ΄Ανγκους, ένας ψηλός ξανθός άντρας στα τριανταπέντε με ένα περιοδικό στο χέρι, με καλωσόρισε, μου έδειξαν στα γρήγορα τα κατατόπια γιατί διέκριναν πως ήμουν κουρασμένη κι ένιωσα σα μικρό παιδί στην κατασκήνωση την πρώτη μέρα που του λείπει η μάνα του όμως έχει τη διάθεση να ζήσει την κάποια ελευθερία του και  χώθηκα στο μικρούλι ζεστό δωμάτιό μου, στην άλλη άκρη της Ευρώπης. Μπήκα και έκλεισα την πόρτα με την πλάτη κι έμεινα ακίνητη  τόση ώρα όση  χρειάστηκε να ταξιδέψω πάλι, να μπω μέσα στο δωμάτιο στην Άρλ, σα να στεκόμουν πάνω στο φθαρμένο παρκέ του υπνοδωματίου του Βαν Γκογκ, μα ναι! μύρισα τα χρησιμοποιημένα σεντόνια και τα πινέλα. Το κόκκινο κάλυμμα του κρεβατιού, το κιτρινωπό σεντόνι, τα μαξιλαράκια ριγμένα ελεύθερα, όλα δίχως καμιά ιδιαίτερη φαντασία ή προσπάθεια με έβαλαν στον πίνακα που γνώριζα. Ίσως γιατί τα ταξίδια μου δεν έχουν τελειωμό, τα βάζω αχόρταγα το ένα ταξίδι μέσα στο άλλο, με έναν παράλογο, το παραδέχομαι, εγκιβωτισμό, από το Δουβλίνο φτάνω στο Άμστερνταμ για να θαυμάσω τον πίνακα που μου είχε έρθει στο νου, βλέπω παντού λουλακί και κίτρινο, έτσι γιατί θέλω, λες και ολόκληρη η χώρα δεν έχει δικό της χρώμα: το πράσινο της Ιρλανδίας! Η Ειρήνη χτύπησε την πόρτα -το δωμάτιο είχε μια αίσθηση αναμονής- και νόμισα πως ήταν ο Γκογκέν, που ο Βαν Γκογκ είχε προσκαλέσει να  φιλοξενήσει εδώ μέσα και να μεγαλουργήσουν μαζί, έστω και με τραυματισμένο, δε γνωρίζουμε τι και πως, αυτί.

Άνοιξα την πόρτα και η Ειρήνη μου έδωσε επιπλέον οδηγίες  για τη θέρμανση κι έπειτα γρήγορα κλειδαμπάρωσα. Προσπαθούσα  ν’ ακούσω θορύβους και κουβέντες από το ξένο σπίτι, έβγαλα  τα παπούτσια μου να ελευθερωθούν τα ταλαιπωρημένα μου πόδια, έγειρα στα μαξιλαράκια πίσω μου προσέχοντας  μην αλλάξω τη θέση τους και με μαλώσει ο Βαν Γκογκ κι άγγιξα το κρεβάτι  με το μαλακό στρώμα, αντλώντας ζεστασιά από το κιτρινοπορτοκαλί  φωτιστικό στη γωνία κι  ακούγοντας έξω την προσπάθεια κάποιου να παρκάρει στο γκαράζ.  Ήμουν ξένη, σ’ ένα σπίτι ξένο, που ζούσαν δυο ξένοι άνθρωποι, σε μια ξένη χώρα. Θα έπινα το πρωί από τον καφέ τους, θα χάζευα τις φωτογραφίες στο σαλόνι τους, θα διάβαζα τα μηνύματα στα μαγνητάκια στο ψυγείο τους, θα μου εμπιστεύονταν το κλειδί του σπιτιού τους, θα καθόμουν στον καναπέ τους και σε δυο μέρες θα τους αποχαιρετούσα. Θα ήμουν το πέρασμα ενός ακόμα ανθρώπου από το σπίτι τους, μερικές ώρες  μέρος  της ζωή τους -αλήθεια πώς να ήταν η ζωή τους;-  Εκείνο το βράδυ κοιμήθηκα δε ξέρω πώς και πότε ακριβώς, το μόνο που θυμάμαι είναι ότι έστρεψα το λαιμό μου προς το μακρόστενο παράθυρο  και αντίκρισα, εκστασιασμένη, τον ουρανό του Nτάααμπλιν, μια παραδόξως φωτεινή γαλάζια λωρίδα, φωτεινή σα μέρα, λες κι ήταν αυτή η  Έναστρη νύχτα που είχε μόλις καρφωθεί στο ταραγμένο μυαλό του ζωγράφου μου και θα  έβαζε τις πρώτες πινελιές,  σιγά σιγά, εδώ μέσα.

Το πρωί  ξύπνησα ευτυχισμένη. Μια παράξενη ησυχία επικρατούσε στο σπίτι. Πέταξα τα σκεπάσματα, άνοιξα το παράθυρο, στο δρόμο οι άνθρωποι ακολουθούσαν την καθημερινότητά τους, πήγαιναν στη δουλειά τους μα εγώ δε θα πήγαινα σήμερα! Ξεκλείδωσα και βγήκα με επιφύλαξη. Χώθηκα στο κοινό μας μπάνιο και κλείδωσα γρήγορα. Σκέφτηκα πως το ζευγάρι είχε φύγει και αισθανόμουν άνετα και όμορφα ως τη στιγμή που βγαίνοντας αντίκρισα τον Άνγκους  που με καλημέριζε ευδιάθετος,  προφέροντας το όνομά μου στα ελληνικά.  Μου είπε ότι  το πρωινό μου ήταν έτοιμο, ο καφές στην καφετιέρα, οι φέτες  ψήνονταν στη φρυγανιέρα,  ότι έχω τη καλημέρα της Ειρηνούλας που είχε ένα μίτινγκ και έπρεπε να φύγει νωρίς. Τον ευχαρίστησα και χώθηκα αμέσως με φόβο και αμηχανία, διπλοκλειδώνοντας, στο δωματιάκι μου.  Μετά από μερικά λεπτά, ο Άνγκους ανακοίνωσε φωναχτά ότι φεύγει για δουλειά, θα με έβλεπαν το βράδυ,  ευχήθηκε να περάσω όμορφα και με πληροφόρησε ότι υπήρχε ένα δωρεάν εισιτήριο στο τραπέζι για να επισκεφτώ το εργοστάσιο της Guinness.  Η  πόρτα του διαμερίσματος έκλεισε ξανά. Δεν ακουγόταν τίποτα  πια εκτός από την ανάσα μου και μια περίεργη σιωπή που την έσπασε ένας ακόμα φασαριόζος Ιρλανδός, που φώναζε Good Moοοrning όπως ο μανάβης στη λαϊκή μας τις Δευτέρες. ‘Έξω, με περίμενε μια μέρα συνηθισμένη ή σα εκείνη του Λεοπόλδου Μπλουμ; Μια Bloomsday; Ποιος το ξέρει;  Το σίγουρο είναι ότι ήταν λαμπερή. 

Δε μπορώ να υπολογίσω ποτέ τα χιλιόμετρα που περπατάω σε μια πόλη που επισκέπτομαι για πρώτη φορά. Ενώ βγάζω τη βασική διαδρομή, πάντα με κερδίζουν στενά, στενάκια παραστενάκια. Κι έτσι, μέτρο-μέτρο, προστίθενται στη βασική διαδρομή και όπως και στη ζωή, αυτά τα επιπλέον, κρυμμένα μέτρα είναι που σε διδάσκουν περισσότερα. Εδώ, όλα ξεκινούν και υπάρχουν μέσα σε πράσινο χρώμα. Το πράσινο ετούτο, δεν είναι ένα κοινό πράσινο. Είναι το πράσινο της Ιρλανδίας. Όπου και να πήγα το βρήκα μπροστά μου:  σε μεγάλες λεωφόρους,  στο Merion Square Park  όπου ο  Οσκαρ  Ουάιλντ  λιάζεται ξαπλωμένος πάνω σε ένα κομμάτι βράχο του πάρκου. Στην γέφυρα  Ο’ Conell και στο θαμπό ποταμό Liffey, στη περιοχή του Τemple bar, στον αύλειο χώρο του  Τrinity College και στις σελίδες του μεσαιωνικού βιβλίου Κells. Στην  Duke Street, στο πάρκο του St Stephens, στις γέφυρες που ανεβοκατέβηκα δυο τρεις φορές, στην εκκλησία του St Patrick, στο ρολόι της Dawson street που δείχνει έντεκα παρά πέντε, στα docklands της πόλης ακόμα και στις πάνω αίθουσες των  παμπ με τις στενές σκάλες που χωρά μόνο ένας, εκεί που παίζουν όλη μέρα country  μουσική με βιολί κι ακορντεόν και λένε ιστορίες από τους αγρούς και  τσουγκρίζουν τόσο επαγγελματικά  που λες πως αυτή είναι η μόνιμη δουλειά τους: να θυμούνται. Με ευκολία έμαθα να πετάγομαι  κι εγώ από  την είσοδο της μιας παμπ στην απέναντι,  αισθανόμουν ένας από αυτούς καθώς έμαθα σύντομα να παραγγέλνω  Half pint  στου John Kavanagh -The gravediggers, στο Cappel Street, στο Mulligan’s, στο Temple Bar και τελειωμό δεν έχει αυτή η χιαστή διαδρομή, το μπες-βγες της καθημερινότητας των Δουβλινέζων.

The Temple Bar

Γύρισα κατάκοπη στο σπίτι στις οκτώ,  άνοιξα με θόρυβο την πόρτα, το ζευγάρι καθόταν αγκαλιά στον καναπέ και μελετούσαν κάποια χαρτιά.  Έστρεψαν ταυτόχρονα το βλέμμα τους σε μένα καλωσορίζοντας με κι ακολούθησαν οι αναμενόμενες ερωτήσεις:   πώς πέρασα τη μέρα μου, τί μου άρεσε περισσότερο στο Δουβλίνο, με ρώτησαν για τη χώρα μου, για τα ενοίκια, τα πανεπιστήμια, τη Μύκονο, τη Σαντορίνη, ερωτήσεις που με έκαναν να κοιτάζω συχνά πυκνά το ταβάνι αναπολώντας.  Μοιράστηκαν μαζί μου ένα μπουκάλι ροζέ κρασί, έκατσα αναπαυτικά στην πολυθρόνα απέναντί τους και συνέχισα να απαντώ. Ο Άνγκους, μετά το πρώτο μας ποτηράκι,  ήθελε να μιλήσει  για το ταξίδι του στην Κρήτη, χρόνια πριν, και στο άκουσμα της ανάμνησης αυτής η Ειρήνη φάνηκε να ενοχλήθηκε, απομακρύνθηκε αργά από την αγκαλιά του και βολεύτηκε στην απέναντι γωνία του καναπέ. Ο  Άνγκους  συνέχισε την αφήγηση, πίνοντας ενδιάμεσα μικρές γουλιές και έβαλε στη κουβέντα του ένα κορίτσι που είχε ερωτευτεί,  στη Πρέβελη λέει ήταν, εκεί που χόρτασε θάλασσα, έρωτα και «τσικουντιά», το καλοκαίρι εκείνο,  πάνε χρόνια πριν επανέλαβε δυο τρεις φορές  ο ‘Ανγκους, θυμόταν το ολόγιομο αυγουστιάτικο φεγγάρι, τους ανθρώπους της Κρήτης και τα πανηγύρια τους στις πλατείες και τους χορούς  κι όσο θυμόταν ο ‘Ανγκους  τόσο δε βολευόταν η Ειρηνούλα στη γωνία.  Είχα με την παρουσία μου δώσει αφορμή για ενοχλητικές αναμνήσεις απόψε σε τούτο το σπίτι, ο ΄Ανγκους έδειχνε  τόσο μαγεμένος  που κοιτούσε προς την πόρτα του δωματίου μου σα να πίστευε ότι θα ξεπροβάλλει από κει,  μέσα από την απλωμένη μπουγάδα με τα κατάλευκα σεντόνια που στέγνωναν στον ελληνικό ήλιο, το κορίτσι της Κρήτης.  Όταν επέστρεψε από το φευγιό του μυαλού του, αναζήτησε την Ειρήνη, την τράβηξε κοντά του και της φίλησε τα μαλλιά. Ήπια μονοκοπανιά το δεύτερο ποτήρι κρασί και καληνύχτισα το ζευγάρι.

Πόσο σπουδαία πράγματα αφηγούνται οι άνθρωποι σε ανθρώπους που ξέρουν ότι είναι περαστικοί από τη ζωή τους! Οι κουβέντες δίχως αύριο, σκαρφαλώνουν στο στόμιο του ποτηριού και κυκλοφορούν ελεύθερες. Παρουσιάζεις τον εαυτό σου όπως θέλεις, του δίνεις κόντρα ρόλους να παίξει,  μπορείς μάλιστα να πλάσεις νέες ιστορίες, να πρωταγωνιστήσεις ή να μείνεις θεατής. Μπορείς  ακόμα να διορθώσεις τις παλιές.  Κι  ίσως σου αρέσει αυτός ο νεόπλαστος, «διορθωτικός» εαυτός σου.

Ξάπλωσα πάλι με το βλέμμα καρφωμένο στο μακρόστενο κομμάτι του ουρανού, που τούτη τη φορά  με οδήγησε ως την Κρήτη του Άγκνους  για να έρθω στη θέση του και να  μαντέψω το πόσο ερωτεύτηκε η καρδιά του τη ζεστή αύρα του κρητικού πελάγους. Φαντάζομαι ότι ήταν μια μέρα ηρεμίας των διακοπών του αλλά, όπως ο Μπλούμ,  δεν υπολόγιζε τι θα του μάθαινε εκείνη η μέρα… Ίσως συνάντησε το κορίτσι που ερωτεύτηκε την ώρα που εκείνη χόρευε έναν μαλεβιζιώτικο χορό.  Ίσως του θύμισε   το River dance της πατρίδας του, ένα παρόμοιο σφυροκόπημα των χορευτών που αναπηδούν στη γη με ομοψυχία,  φτιάχνοντας έναν ήχο τραγουδιστό και πολεμικό. Οι Κρητικοί πάνω στο τσιμέντο και οι Ιρλανδοί λίγο πιο πέρα,  σε  ένα ξέφωτο, την ώρα που χαράζει  και πίσω από τις φυλλωσιές, τους παρακολουθούν  εκστασιασμένες  κάποιες  ψυχές που  περιπλανώνται στο δάσος. Γιατί  υπάρχουν  πάντα  τέτοιες.  Αγόρια και  κορίτσια, εκείνα τα κορίτσια με τη διάφανη επιδερμίδα και τα κόκκινα μάγουλα,  τα χέρια στη μέση, τα ίσια μαλλιά,  τα λεπτά  και δυναμωμένα από το  χορό πόδια, που θαρρείς πως  με αυτό το ποδοβολητό τους καλούνε μια δύναμη  από τα ψηλά βουνά κι εκείνη καταφτάνει κομμένη λωρίδες λωρίδες  με το φωτεινό πράσινο της Ιρλανδίας και ακουμπά πάνω στα κεφάλια τους. Μα παντού υπάρχουν τέτοια όμορφα κορίτσια κι αγόρια που θέλουν να ζήσουν την μαγεία  τούτου του κόσμου. Να χορέψουν, να μεθύσουν, να κάνουν λάθος, να ερωτευτούν, να πονέσουν, να σφυροκοπήσουν τη γη, την αδικία, την απογοήτευση μα να συνεχίσουν το χορό. Κι αν η Ιρλανδία έχει το πράσινο η Ελλάδα έχει το μπλε. Κάθε χώρα έχει ένα χρώμα που ταιριάζει με τους  ανθρώπους της.  Κοιμήθηκα ξεχνώντας ολωσδιόλου τον Βαν Γκογκ, ανακάτεψα τα μαξιλάρια μου, έριξα κάτω την κόκκινη κουβέρτα. Ο Γκογκέν έπρεπε να περιμένει απ΄ έξω. Το ταξίδι μου, με είχε πάει αλλού. Κι είχε κάθε δικαίωμα. Πώς να συγκρατήσεις ένα μυαλό που ταξιδεύει, έναν Γλάρο Ιωνάθαν που θέλει να πετάξει λίγο κι ακόμα λίγο παραπέρα κι ακόμα άλλο λίγο.  Δίχως να ξέρει πού θα τον  βγάλει.

Την επόμενη μέρα ξύπνησα αρκετά πρωί γιατί είχα προγραμματίσει  μια εκδρομή στα βράχια του Mohan. Περπάτησα ως την Graffon Street, ανέβηκα στο  τουριστικό λεωφορείο μου  και πήρα τα βουνά. Στη διαδρομή  διασχίσαμε όμορφα χωριά της ιρλανδικής υπαίθρου και  κάναμε στάση στο Doolin, ένα παραμυθένιο χωριό όπου ρούφηξα μια σούπα  κι ας μη  μπόρεσα να μεταφράσω τα συστατικά  της  γιατί ήταν γραμμένα σε ιρλανδική μεσαιωνική γραφή και μετά πρόλαβα και πήγα μια βόλτα παραπέρα, μέχρι να κορνάρει το πούλμαν μου, για να χαϊδέψω τις ντόπιες, υπέροχες αγελάδες και τα αλογάκια που έβοσκαν.

Το παραμυθένιο χωριό Doolin

Και φτάσαμε πολύ ψηλά στο βουνό για να αντικρύσω τη θέα που κόβει την ανάσα,  έναν ωκεανό που πέφτει πάνω του το βουνό ή το αντίθετο. Εκεί που είναι γυρισμένες ταινίες με  Βίκινγκς  που καταφτάνουν πολεμοχαρείς με γαλέρες από το φουρτουνιασμένο πέλαγος, εκεί πάνω στα ανεμοδαρμένα ύψη που υπάρχει γραμμένη μια μαρμάρινη πινακίδα αφιερωμένη στη μνήμη εκείνων που είχαν φουντάρει από κείνο το σημείο, εκεί που τα στάχυα καλύπτουν ως τη μέση τα εγκαταλελειμμένα, μεσαιωνικά, γκρίζα κάστρα και που νομίζεις ότι κάποιος, από άλλη εποχή, σε παρακολουθεί με το μάτι ανάμεσα στις τρύπες του μισοπεσμένου τοίχου.

Cliffs of Mohan

Από την Ιρλανδία έφερα δυο αναμνηστικά: μια χούφτα στάχυα παρμένα από κει ψηλά. Τα έχω τοποθετήσει μέσα σε ένα κουτάκι, δίπλα στο κρεβάτι μου και κάθε φορά που αποφασίζω να το ανοίξω, το κάνω προσεκτικά  μήπως ξεμπουκάρει ο αέρας του βουνού ανεξέλεγκτα. Ήθελα έτσι να εγκλωβίσω τον άνεμο που  χαϊδεύει άλλοτε ήρεμα κι άλλοτε βίαια τα στάχυα. Ήθελα να εγκλωβίσω την αύρα από το πέλαγος που είναι άλλοτε γαλήνιο, άλλοτε ανταριασμένο. Μα πιο πολύ, ήθελα να εγκλωβίσω το φόβο.  Αυτόν που είναι άλλοτε μικρός κι άλλοτε πολύ μεγάλος. Ένα βήμα πιο μπροστά, θα ήμουν σα μια κούκλα στον αέρα που σκάει και τσακίζεται πάνω στα βράχια. Ένα βήμα πιο πίσω, ήμουν στη θέση 32, στο λεωφορείο επιστροφής για το Δουβλίνο και από εκεί ήμουν μια κάρτα επιβίβασης για την Αθήνα και από κει μια μπύρα Guinness μπροστά στο laptop μου ένα σαββατόβραδο, να γράφω εκ του ασφαλούς όλα αυτά.  

Το δεύτερο αναμνηστικό είναι ένα αντίτυπο του Ulysses στα αγγλικά, για να κάνω την ανάγνωσή του ακόμα πιο δύσκολη.  Το διαβάζω και ελπίζω ότι ποτέ δε θα το τελειώσω γιατί κανένα ταξίδι στη πραγματικότητα δεν έχει τελειωμό. Πρέπει να ανακατεύεται η ανάμνησή του με την καθημερινότητα και να κατασκευάζουν ένα νέο ταξίδι, μια μικρή ή μια μεγάλη οδύσσεια. «Μάχομαι, κοιτάζω μπροστά σαν τον Οδυσσέα, μα χωρίς εγώ να ξέρω αν ποτέ θ’ αράξω στην Ιθάκη. Εχτός αν Ιθάκη είναι το ταξίδι» Ν. Καζαντζάκης.