To Παρίσι είναι η πόλη που σε τραβολογάει από δω και από κει. Σα να στέκεσαι πεινασμένος μπροστά από ένα πλούσιο τραπέζι γαλλικού ρεστοράν και δε ξέρεις ποιο να διαλέξεις από τα καλομαγειρεμένα πιάτα. Το πιρούνι σου χτυπάει εδώ και κει αγχωμένα για το τι να πρωτογευτείς: Τον Πύργο του Άιφελ, που τον κοιτάς από κάτω μέχρι πάνω με ανοιχτό το στόμα, σα νεοφερμένο χωριατόπαιδο στη μεγάλη πόλη; Το δέος που αισθάνεσαι καθώς ανεβαίνεις τα σκαλοπάτια στην αίθουσα του Λούβρου πριν βρεθείς μπροστά στη Νίκη της Σαμοθράκης; Τη βόλτα στους κήπους του Λουξεμβούργου με την υπέροχη αύρα και τις στοιχισμένες δεντροστοιχίες; Τους ιμπρεσιονιστές ζωγράφους του Ορσέ; Την πλατεία του ΄Ιγκορ Στραβίνσκι, εκεί όπου το νερό τραγουδάει με κάθε τρόπο; Εδώ, λέγεται, πως αντάλλαξαν το πρώτο τους φιλί με την Coco Channel. Την Παναγία των Παρισίων, το γοτθικό αυτό αριστούργημα με τον Βίκτωρα Ουγκώ πάντα παρών, πιθανά μέσα σε κάποιο εξομολογητήριο. Τα σοκάκια στης Μονμάρτης και τα καφέ πάνω στα σταυροδρόμια. Τα παριζιάνικα μπιστρό του κέντρου και τους σερβιτόρους με τις μακριές ποδιές. Τη γειτονιά Marais, την πλατεία Pigalle και την οδό Clichy με ό,τι συνεπάγεται η βόλτα σε αυτή. Την επαναστατική πλατεία Bastille. Το νεκροταφείο Περ Λασέζ, που θαρρείς πως θα δεις σε μιαν άκρη τον Τζιμ Μόρισον να κάθεται καπνίζοντας με το «σπουργίτι» την Εντίθ Πιαφ και να συζητούν για τον έρωτα, πάντα για το θυελλώδη έρωτα, κοιτώντας εκείνη κλεφτά τον νεότερο σύζυγό της Τεό Σαραπό (ή σ΄αγαπώ) που κείτεται εκεί παντοτινά μαζί της και επιμένει … Amor vincit omnia.
Μετά από την ολοήμερη περιήγηση στη πόλη, τις ουρές στα μουσεία, τις σκάλες και τις δεκάδες διαδρομές στο μετρό, επιστρέφαμε «στο σπιτάκι μας» για να πετάξουμε οπουδήποτε μποτάκια, μπουφάν και τσάντες με σουβενίρ. Το διαμέρισμα της Φλοράνς, ήταν όχι πάνω από 65 τετραγωνικά κι όμως τα είχε όλα: Αποθηκευτικούς χώρους, οργανωμένη κουζίνα, μικρή τραπεζαρία ροτόντα, ράφια παντού με βιβλία, γραφείο μελέτης με δεκάδες φακέλους πάνω του, ένα ωραίο πρες παπιέ, σουβενίρ από τη Σαντορίνη και κάρτες, κάρτες από όλο τον κόσμο κάτω από το τζάμι του γραφείου της. Η κρεβατοκάμαρα της ήταν ολόλευκη και φωτεινή, εξοπλισμένη με ντουζιέρα και δάπεδο με ασυνήθιστο ψηφιδωτό. Έπαιρνες το μπάνιο σου με το Παρίσι στα πόδια σου! Κάθε βράδυ, στην κουζίνα της, με θέα τα φώτα της πόλης, μαγειρεύαμε εμπνευσμένα με όλα τα περίεργα υλικά που ανακαλύπταμε στα τοπικά μαγαζιά. Σπαγγέτι, αλλαντικά, σαλατικά μεταμορφώνονταν σε γκουρμέ γαλλικά πιάτα. Έπειτα, με το ποτήρι κόκκινο κρασί στο χέρι, καθόμασταν κι οι τέσσερεις στον καναπέ μπροστά στη τζαμαρία και κοιτούσαμε το φως που γυρνούσε στην κορυφή του Πύργου σα φάρος που μας έψαχνε.
Το σπίτι της Φλορανς θα μπορούσες να το πεις και Information center. Ξεδιπλώναμε πάνω μας τους αμέτρητους χάρτες της από όλο τον κόσμο. Τα βιβλία της, ένας ολόκληρος πολιτισμός από σπάνια βιβλία ιστορίας και λογοτεχνίας. Τα ράφια της μύριζαν «καταραμένους ποιητές». Ο Μποντλαίρ, ο Ρεμπώ, ο Καρυωτάκης πήγαιναν από τα χέρια της μιας στα χέρια της άλλης. Υπήρχαν επίσης στα γαλλικά ο Καζαντζάκης και ο Καβάφης όπως και η Ομήρου Ιλιάδα αλλά και ο Μπορίς Βιαν, ο Καμύ και μερικές ποιητικές συλλογές του Γέιτς. Κι ακόμα, ένα μοναδικό άλμπουμ από διάφορους σελιδοδείκτες που είχε πλαστικοποιήσει από χρησιμοποιημένα εισιτήρια τρένων, μουσείων, κάρτες επιβίβασης, αποδείξεις γκαλερί. Η Φλοράνς, αν και έλειπε από το σπίτι, ήταν σα να βρισκόταν παντού και να μας ξεναγούσε στον κόσμο και στη γνώση. Αχόρταγα μελετούσαμε ώσπου τα μάτια μας σφράγιζαν, συνήθως πριν τα μεσάνυχτα όταν το φως του Άιφελ σταματούσε πια να φωτίζει την πόλη.
Ένα πρωί, χτύπησε το κουδούνι και κοίταξα σβέλτα από το ματάκι της πόρτας. Είδα μια γυναικεία μικροσκοπική φιγούρα με κοντά μαύρα μαλλιά, ίδια η Αμελί Πουλέν! Ήταν η Σιμόν, η νεαρή φίλη της Φλορανς από το κάτω πάτωμα. Της προσφέραμε καφέ και αισθανθήκαμε περίεργα που το κάναμε εμείς αυτό στο σπίτι της φίλης της. «Μα, η Φλοράνς» μας εξήγησε «το κάνει συχνά αυτό. Έχουν μείνει σε αυτό το σπίτι άνθρωποι από όλο τον κόσμο. Ακόμα και από τη Παταγονία» είπε και γούρλωσε τα τσαχπίνικα μάτια της. Έμεινε μαζί μας αρκετά. Ρωτούσε να μάθει για την Ελλάδα και μας περιέγραφε το πόσο εκτιμούσε τους Έλληνες. Ψηλώσαμε έναν πήχη από υπερηφάνεια με τα λόγια της! Μας είπε για τη φίλη της ότι είναι νομικός με εξαίρετη καριέρα, ότι δεν έχει παντρευτεί αλλά έχει υιοθετήσει από μωρό ένα αγόρι, το οποίο σπούδαζε στην Ιταλία. Το ταξίδι για κείνη είναι μεγάλη υπόθεση. Θα μπορούσε να ζει σε πολυτελή ξενοδοχεία όμως προτιμά να χαρίζει το σπίτι της γιατί πιστεύει ότι αυτό είναι το νόημα του ταξιδιού, να γίνει το σπίτι της αφορμή να ταξιδεύουν οι άνθρωποι.
Το τελευταίο βράδυ της διαμονής μας στο Παρίσι αποφασίσαμε, αν και κουρασμένες, να πάμε για φαγητό κάπου κοντά στη γειτονιά. Όσο περπατούσαμε, σχολιάζαμε με πάθος τα πράγματα που είχαμε δει τις μέρες της παραμονής μας εκεί και το πόσα πολλά είχαμε μάθει. Βαδίζαμε στα γραφικά δρομάκια με άνεση, σ΄αυτή την πόλη που τόσο εύκολα αγαπιέται. Πέφτοντας η νύχτα, το κρύο έγινε εντονότερο και χωθήκαμε στο πρώτο εστιατόριο που βρήκαμε μπροστά μας. Ήταν ένα χώρος με χρώματα εξωτικά στους τοίχους και στους καναπέδες και με ένα μεθυστικό άρωμα που αναδυόταν θαρρείς από τον πίνακα οι Δύο Ταϊτινές του Πολ Γκογκέν και τα άνθη μάγκο που κρατούσαν εκείνες στα χέρια τους. Πολύ σύντομα αντιληφθήκαμε ότι καθόμασταν σε ένα όμορφο τραπέζι ενός εστιατορίου, στέκι και για τρανσέξουαλ, το οποίο διάλεξε για εμάς μια γυναίκα αρκετά σωματώδης. Όσο άβολα κι αν αισθανθήκαμε αρχικά, με καχυποψία για ότι διαλέγαμε από το μενού και για όλα τα υπόλοιπα και όσο και αν έμοιαζε ταιριαστή στο μυαλό μας η Φιλοσοφία του Μπουντουάρ του Μαρκήσιου ντε Σαντ, η τελευταία μας βραδιά ήταν τόσο μοναδική όσο της άξιζε. Οι χαρούμενοι διάλογοι με τους παρευρισκόμενους, η εξυπηρέτηση, οι χαμογελαστές φυσιογνωμίες, η γαλλική μουσική Oh Mon Amour! μαζί με τις ενδυματολογικές τους υπερβολές και τα πειράγματα, μας έμειναν αξέχαστα. Το Παρίσι είναι η Πόλη του Φωτός. Και του έρωτα!
Δε κατάφερα να συναντήσω ποτέ ξανά τη Φλοράνς κι ας έμεινε μερικές μέρες στο σπίτι μου στην Ελλάδα. Φεύγοντας, άφησε πάνω σε ένα μαξιλάρι, έναν πλαστικοποιημένο σελιδοδείκτη. Ήταν η κάρτα από το μαγαζί με τα κρουασάν στο ισόγειο του σπιτιού της κι ένα σημείωμα: «Είμαι πάντα εκεί, μοσχοβολούν τα κρουασάν, σας περιμένω!»
Το σπίτι αυτό δεν μπόρεσε ποτέ μέσα μου να συγκριθεί ούτε με το καλύτερο δωμάτιο ξενοδοχείου στο 27ο πάτωμα στο ταξίδι μου στην Μπανγκόγκ, ούτε και με το 5αστερο resort σε εξωτική παραλία του Ειρηνικού. Σήμερα, μετά από δέκα χρόνια, όταν μου έρχεται στο μυαλό αυτό το διαμέρισμα, βλέπω ακόμα την ανοιχτή αγκαλιά της Φλοράνς και μια βαλίτσα να την περιμένει στην είσοδο. Γιατί ξέρουμε κι οι δυο καλά, πως το ταξίδι είναι κλειδί που ανοίγει όχι τα σπίτια, μα τις καρδιές των ανθρώπων!
Παρίσι, Οκτώβριος 2011
Διαβάστε το πρώτο μέρος της ταξιδιωτικής ιστορίας εδώ!
Αν σας ενδιαφέρουν παρόμοια άρθρα για το Ταξίδι και το Ευ Ζην ακολουθήστε μας σε Facebook, Instagram ή κάντε εγγραφή στο Newsletter μας!
Πριν φύγετε ρίξτε μια ματιά
Η Χαρούλα Τσάλιου ζει για το ταξίδι και κυρίως το να μιλά γι’ αυτό με κάθε μέσο. Εργάστηκε για 25 χρόνια με αντικείμενο την Οργάνωση επιχειρήσεων, ειδικότερα στο χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Είναι λάτρης της δια βίου μάθησης και της εξ αποστάσεως εκπαίδευσης. ‘Έχει έτσι ολοκληρώσει σπουδές με ποικίλα αντικείμενα: Ευρωπαϊκό Πολιτισμό, Τουριστικά, Ψυχολογία, Αθλητικό Μάρκετινγκ, Ιστορία της Τέχνης κ.ά. Το 2000, διακρίθηκε σε διαγωνισμό διηγήματος των Εκδόσεων Καστανιώτη. Σήμερα, παρακολουθεί Μεταπτυχιακό με αντικείμενο τη Δημιουργική γραφή. Αγαπά την Πυγμαχία και εργάζεται σε Boxing Club στην Αθήνα.